Οι σπασίκλες εκδικούνται

 The Guardian
Όταν πήγαινα σχολείο, τη δεκαετία του ’70, υπήρχαν τρεις τύποι μαθητών. Ηταν πρώτα πρώτα οι καλλιτέχνες: εκείνοι που άκουγαν «προχωρημένη» μουσική και έβλεπαν ταινίες με υπότιτλους (ως γνωστόν, για τους αγγλόφωνους η «ταινία με υπότιτλους», ευρωπαϊκής ή άλλης προέλευσης, ταυτίζεται με την κουλτουριάρικη, σ.τ.μ.). Έπειτα, υπήρχαν οι ποδοσφαιριστές. Αυτοί ως επί το πλείστον δεν ήταν και τόσο καλοί μαθητές (για να μην πω τίποτα χειρότερο), ήταν επιθετικοί και φωνακλάδες στο γήπεδο, αλλά συνήθως φιλικοί και διασκεδαστικοί έξω από αυτό. Τρίτον, υπήρχαν οι σπασίκλες: αυτοί που διέπρεπαν στη φυσική, στη χημεία και, κυρίως, στα μαθηματικά. Όντας λιγομίλητοι (και ακατανόητοι όταν μιλούσαν) καταλάβαιναν πολύ καλά τον λιγομίλητο και ακατανόητο καθηγητή των μαθηματικών. Την ώρα των μαθηματικών, ψιθύριζαν ο ένας στον άλλον με έξαψη κι έπειτα σκέπαζαν το γραπτό τους με το μπράτσο τους για να μην αντιγράψουν τη λύση του προβλήματος οι καλλιτέχνες και οι ποδοσφαιριστές.

Καθώς το γυμνάσιο τελείωνε, οι ποδοσφαιριστές είχαν ήδη βγει εκτός κούρσας. Με αξιοθαύμαστη μεγαλοψυχία, είχαν αποδεχθεί αυτό που μας έλεγε ακόμα και ο ίδιος ο γυμναστής μας: ότι το ποδόσφαιρο είναι απλώς μια περίσπαση από τις σοβαρές απαιτήσεις της ζωής. Η παρέα των μαθηματικών, εν τω μεταξύ, είχε αποσυρθεί σ’ ένα είδος γκέτο, όπου ασχολούνταν μόνο με το αντικείμενο τους φλογερού τους ενδιαφέροντος, ή είχαν αφήσει εντελώς το σχολείο μας για να πάνε να φοιτήσουν σε κάποιο κολέγιο θετικής κατεύθυνσης. Κερδισμένοι ήταν οι καλλιτέχνες. Είχαν τα πιο μακριά μαλλιά κι έλεγαν τα καλύτερα αστεία· και ενώ οι ποδοσφαιριστές είχαν, όπως πάντα, τα πιο όμορφα κορίτσια, οι καλλιτέχνες είχαν τώρα τα πιο περιζήτητα. Πάνω απ’ όλα, οι καλλιτέχνες ήταν οι τύποι που είχαν μεγαλύτερες πιθανότητες να ξέρουν ή και να παίζουν ροκ μουσική. Αυτό ήταν η πεμπτουσία της δημιουργικότητας – και η δημιουργικότητα ήταν το κύριο ζητούμενο. Υπήρχε μεγάλος σεβασμός για τη διεργασία με την οποία δημιουργείται ένα τραγούδι, ένα βιβλίο, ένας πίνακας, μια ταινία, εκεί όπου πριν δεν υπήρχε τίποτα.

Αυτά όμως συνέβαιναν τότε. Η ιστορία των ενήλικων χρόνων μου συμβάδισε με την άνοδο στο προσκήνιο των ποδοσφαιριστών και των σπασίκλων και την έκλειψη των καλλιτεχνών. Ας πάρουμε πρώτα τους ποδοσφαιριστές. Αν, στα 1970, πρότεινες μια κοινωνική σάτιρα στην οποία το ποδόσφαιρο θα κάλυπτε το 80% των συζητήσεων για το 80% του αρσενικού πληθυσμού, θα σου έλεγαν ότι είσαι υπερβολικά φαντασιόπληκτος. Κάτι τέτοιο ήταν τότε αδιανόητο. Σήμερα, θα απορρίπτανε τη σάτιρα για τον εντελώς αντίθετο λόγο: θα σου έλεγαν ότι στερείται φαντασίας. Όμως, η αλαζονεία των λασπωμένων τύπων με τα σορτσάκια μπορεί να θεωρηθεί απλώς σαν ανώδυνος φανφαρονισμός, ένας πρόσκαιρος θρίαμβος με ημερομηνία λήξεως.

Η άνοδος του σπασίκλα είναι πιο δυσοίωνη, γιατί συνέβη εις βάρος του καλλιτέχνη. Το πρωτοδιαπίστωσα αυτό ενώ δούλευα σε γραφεία εφημερίδων στα μέσα της δεκαετίας του ’80. Χάλαγε το κομπιούτερ κάποιου συντάκτη και εκείνος ρωτούσε ταπεινά τον άνθρωπο από το τμήμα υπολογιστών αν θα μπορούσε να έρθει να το φτιάξει. Ο κομπιουτεράς ερχόταν –μια ωχρή φιγούρα με απαίσια γκρι πλαστικά παπούτσια– και διόρθωνε τη μηχανή με περιφρονητική άνεση. Καθώς έφευγε μπορεί να καταδεχόταν να μουρμουρίσει «Αν ξανασυμβεί, πάτα control X, εντάξει; Έχω πολλή δουλειά και δεν μπορώ να ανεβαίνω όλη την ώρα».

Μα τι κάνει και έχει τόσο πολλή δουλειά, αναρωτιόμουν. Η απάντηση είναι ότι αυτός και τα αδέλφια του συνωμοτούσαν προετοιμάζοντας ένα μέλλον όπου όλοι οι συγγραφείς και οι μουσικοί θα ήταν στο έλεος των τύπων που ήταν καλοί στα μαθηματικά και του ηλεκτρονικού ψηφιακού κόσμου που δημιούργησαν. Η τέχνη είναι τώρα «περιεχόμενο». Απλώς διακοσμεί μια «πλατφόρμα» του είδους που πασχίζω να διαβάσω στις σελίδες των εφημερίδων που ασχολούνται με τα μέσα επικοινωνίας, οι οποίες δεν διαφέρουν πλέον από τις σελίδες της τεχνολογίας.

Ο γιος μου καυχιέται ότι έχει 2.000 τραγούδια στο ipod του. Το ερώτημα τι τραγούδια είναι δεν τον απασχολεί ιδιαίτερα, κυρίως επειδή δεν ξέρει ούτε ο ίδιος. Το περιεχόμενο το «κατεβάζεις» –που σημαίνει το κλέβεις– κατά βούληση, και οι μαθηματικοί έχουν υιοθετήσει μια θολή αντιεξουσιαστική ρητορεία για να δικαιολογήσουν αυτή την κλοπή σαν άσκηση ατομικής ελευθερίας. Θα χρειαστεί μεγάλο θάρρος στον πολιτικό που θα τολμήσει να τα βάλει με αυτούς που «μοιράζονται αρχεία». Ευτυχώς, εδώ στη Βρετανία έχουμε έναν τέτοιο – είναι ο Λόρδος Μάντελσον. Υποθέτω ότι στο σχολείο ανήκε στη φυλή των καλλιτεχνών, αν κρίνω από το γούστο του στο ντύσιμο.

Με συγχωρείτε που είμαι τόσο μεροληπτικός, αλλά εδώ γίνεται πόλεμος. Εσείς με ποιανού το μέρος είστε;

* Ο Αντριου Μάρτιν είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Το τελευταίο του βιβλίο έχει τίτλο: «Ghoul Britannia: Notes from a Haunted Isle».

Δημοσιεύθηκε στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *