Απο το Αντιπανεπιστήμιο του 1901 στο Μηχανογραφικό 2008

Με τον προκλητικό τίτλο “ ΤΟ ΑΝΤΙΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ” ο διευθυντής της «Ακρόπολις» Βλάσης Γαβριηλίδης το 1901 καυτηρίαζε, με σκληρό τρόπο, τις διαχρονικά, όπως φαίνεται, αμετάβλητες προτιμήσεις των μαθητών και των γονέων σε σπουδές οι οποίες αποτελούν και σήμερα το ισχυρό ζητούμενο κατά τη συμπλήρωση των μηχανογραφικών δελτίων.

 «Χιλιάδες χιλιάδων επιλέκτων- και πρώτη η «Ακρόπολις» κατά τα τελευταία είκοσι- εικοσιπέντε έτη εφώναξαν κατά της πληθώρας των κλασσικών γυμνασίων και της από τούτων ως από κεφαλαρίου εκπορευόμενης άλλης πληθώρας δικηγόρων, γιατρών, δασκάλων διά της μεθόδου των φθηνών, των ευκόλων, των ακόπων πανεπιστημιακών εξετάσεων. Αι καλλίτεραι δυνάμεις του Έθνους όχι μόνο πήγαιναν χαμέναι διά τον πλούτον του τόπου, αλλά και διά τον εαυτό τους. Οι ανεπτυγμένοι όλοι δικηγόροι, ιατροί, δάσκαλοι. Και οι μη ανεπτυγμένοι εις το εμπόριον, την βιομηχανίαν, την γεωργίαν, την κτηνοτροφίαν.»

Και συνεπλήρωνε:

«Όλοι φωνάζαμε κατά του κακού. Ένας δίεδρασε κατ’αυτού. Και αυτός ήν ο  κ. Όθων Ρουσόπουλος. Ο διευθυντής της Εμπορικής και Βιομηχανικής Ακαδημίας.»

Η πρωτοπόρα εκπαιδευτική πρόταση του Όθωνα Ρουσόπουλου για εφαρμοσμένες σπουδές στη Χημεία, τη Μηχανολογία, το Εμπόριο, τη Βιομηχανία, την Οικονομία και τη Διοίκηση ευαισθητοποίησε τότε τον μεγάλο δωρητή από την μακρινή Οδησσό, Γρηγόριο Μαρασλή ο οποίος χρηματοδότησε το καλλιμάρμαρο μέγαρο της ομώνυμης οδού για να στεγάσει το πανεπιστήμιο του μέλλοντος…

Το πώς η διαθήκη και η θέληση του Μαρασλή να στηρίξει εκπαιδευτικές καινοτομίες αγνοήθηκε και το ιστορικό κτίριο στέγασε τελικά, μια ακόμα διδασκαλική σχολή τη Μαράσλειο Παιδαγωγική Ακαδημία, αποτυπώνεται συναρπαστικά στα συγγραφικά πονήματα του Λευτέρη Τσίλογλου για την άγνωστη ιστορία της ελληνικής ιδιωτικής εκπαίδευσης.

Το ελληνικό κράτος αναπαράγει μαζικά δασκάλους και αστυφύλακες όπως ακριβώς στις αρχές του 20ου αιώνα και το ελληνικό σχολείο αγνοεί επιδεικτικά τις σημερινές ανάγκες προετοιμάζοντας τα παιδιά για έναν κόσμο που δεν υπάρχει. Η επίκαιρη τηλεοπτική διαφήμιση ελληνικής τράπεζας στην οποία ο παλαιών αντιλήψεων καθηγητής ανακαλύπτει το επιχειρηματικό δαιμόνιο του «κουμπούρα» μαθητή του αποτυπώνει εύστοχα την αντίληψη ενός σχολείου που θεωρεί ένοχη ως ιδέα και πράξη την επιχειρηματικότητα η οποία απουσιάζει παντελώς από το εκπαιδευτικό μας γίγνεσθαι.

Ο επαγγελματικός προσανατολισμός των νέων δε μπορεί πλέον να γίνεται με τα στερεότυπα άλλων εποχών και τη συντηρητική και ράθυμη λογική του βολέματος σ’ ένα κράτος που νομοτελειακά φθίνει. Οι αξιωματικοί της εργασίας και της προόδου θα προκύψουν ασφαλώς από τα νέα δυναμικά τμήματα των ΑΕΙ και ΑΤΕΙ  που δεν αποτελούν σήμερα την πρώτη προτίμηση των υποψηφίων αλλά έχουν μερίδιο στην εργασία και την ανάπτυξη.

Εν αναμονή των αποτελεσμάτων για τα ΑΕΙ και ΑΤΕΙ, ξεφυλλίζοντας το παρελθόν και την μελέτη του Κωνσταντίνου Τσουκαλά που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Δευκαλίων» το 1975, βλέπει κανείς ότι από το 1961 (!) είχαμε υψηλό ποσοστό πτυχιούχων ανώτατης παιδείας στο σύνολο του πληθυσμού της χώρας 3,6% όταν η Γαλλία είχε 3,4%, η Δυτική Γερμανία 2,7% και η Ολλανδία μόλις 1,7%.

  Λίγο αργότερα, το 1965 είχαμε στις Νομικές , Πολιτικές και Κοινωνικές Επιστήμες το μεγαλύτερο και στις Τεχνολογικές Επιστήμες το μικρότερο ποσοστό φοιτητών απ’  όλα τα ευρωπαϊκά κράτη.

  Στο ίδιο έργο θεατές, δεκαετίες τώρα το εκπαιδευτικό μας σύστημα εξακολουθεί να είναι υπέρμετρα θεωρητικό και αναντίστοιχο με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας˙ παράγουμε δηλαδή πολύ περισσότερους απ’ όσους χρειαζόμαστε, δικηγόρους, πολιτικούς επιστήμονες, αρχαιολόγους, φιλόλογους, γιατρούς, μαθηματικούς, αρχιτέκτονες, βιολόγους για να αναφέρουμε ενδεικτικά ορισμένα από τα πλέον κορεσμένα επαγγέλματα.

  Αντίθετα, η αγορά εργασίας παρουσιάζει μεγαλύτερη ζήτηση από την αντίστοιχη προσφορά σε πολλά άλλα, κατά κανόνα, σύγχρονα επαγγέλματα, που αφορούν την πληροφορική, την οικονομία, τα φοροτεχνικά, το συνδυασμό γνώσεων πληροφορικής και οικονομίας, την υψηλή τεχνολογία, τις τηλεπικοινωνίες και τα δίκτυα, τα τουριστικά και επισιτιστικά επαγγέλματα, τις ειδικότητες προστασίας του περιβάλλοντος και του ποιοτικού ελέγχου.

  Ο σταθερός αντίλογος των θερμών και ανένδοτων θιασωτών των ανθρωπιστικών σπουδών ότι ανέκαθεν οι Έλληνες ήταν πιο πολύ «γραμματισμένοι» παρά «παραγωγικοί» είναι ισχυρός αλλά οπωσδήποτε ξεπερασμένος. Μπορεί η Ελλάδα να παρουσίαζε γύρω στα 1880 – 1890 το μεγαλύτερο ποσοστό τριτογενούς πληθυσμού στον κόσμο (!) αλλά εκατό χρόνια πριν δεν είχε συρρικνωθεί σε τόσο στενά και γεωγραφικά σύνορα. Η σημερινή πραγματικότητα η οποία δίνει στη χώρα μας προβάδισμα να γίνει μητρόπολη πνευματική και οικονομική των Βαλκανίων – και όχι μόνο – απαιτεί ποιοτικές σπουδές στις τεχνολογίες αιχμής και στις σύγχρονες ειδικότητες για να βρίσκουν απασχόληση οι νέοι με πανεπιστημιακή μόρφωση στις κοντινές αγορές εργασίας της αναπτυσσόμενης εθνικής μας περιφέρειας.

Οι άξονες μιας τέτοιας εκπαιδευτικής πολιτικής απαιτούν δύο σπουδαία κριτήρια της σύγχρονης παιδείας, την αποτελεσματικότητα και την ισότητα. Εδώ ακριβώς εντοπίζει κανένας τις χρόνιες αδυναμίες των σπουδών να συνδεθούν με τον βιοπορισμό. Αν αναλογιστούμε τον χρόνο που κάνει ο μέσος φοιτητής να πάρει το πτυχίο του, αν προσμετρήσουμε τον χρόνο που κάνει ο πτυχιούχος να βρει δουλειά και τα γνωστικά του εφόδια, και την έλλειψη πολλές φορές επαγγελματικών δικαιωμάτων έχουμε σίγουρα ένα σύστημα αναποτελεσματικό. Ταυτόχρονα είναι και κοινωνικά άδικο γιατί οι πλούσιοι έχουν καλύτερη πρόσβαση στις σπουδές και στην αποκατάσταση˙ το πιο τραγικό όμως είναι ότι ο μέσος φτωχός φορολογούμενος πληρώνει την τριτοβάθμια εκπαίδευση των πλουσιότερων κοινωνικών στρωμάτων διαιωνίζοντας από γενιά σε γενιά την ανισότητα.

Από “ ΤΟ ΑΝΤΙΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ” του 1901 φθάσαμε στο μηχανογραφικό του 2008 με ανάλογα ερωτηματικά και η Αλίκη η καλύτερη μαθήτρια του φροντιστηρίου βρίσκεται πια στη χώρα των τεχνολογικών θαυμάτων και των νέων επαγγελμάτων. Με ποια κριτήρια όμως θα σχεδιάσει τις σπουδές της και θα επιλέξει το επάγγελμα της; Στο επόμενο σημείωμα μας θα προσπαθήσουμε να ιχνηλατήσουμε τις ορατές και τις αθέατες όψεις της τριτοβάθμιας και για την Αλίκη και για εκείνους που υπερβαίνουν οριακά τη βάση…Το μηχανογραφικό του 2008 έχει υπέροχες επιλογές για όλα τα βαθμολογικά βαλάντια…