Η Ώρα των Διδάκτρων

Διάβασα το κείμενο διαβούλευσης «Εθνική Στρατηγική για την Ανώτατη Παιδεία» που παρουσίασε η υπουργός Παιδείας κυρία Άννα Διαμαντοπούλου. Το γεγονός ότι οι καθηγητικές και φοιτητικές συντεχνίες το καταδίκασαν αμέσως δείχνει ότι οι προτάσεις που παρέχονται στο κείμενο αυτό είναι σοβαρές και προς τη σωστή κατεύθυνση. Και πράγματι είναι. Δεν μπορώ όμως να αντισταθώ στον πειρασμό να διατυπώσω μια γενική παρατήρηση που μπορεί να είναι χρήσιμη στις μελλοντικές συζητήσεις. Η φιλοσοφία των προτάσεων βασίζεται σε μια διοικητική αντίληψη για τη λειτουργία του Πανεπιστημίου και αυτό μπορεί να είναι πηγή σοβαρών δυσχερειών αν οι προτάσεις γίνουν νόμος. Οι ανθρώπινες κοινότητες βασίζονται στην ύπαρξη κινήτρων και οι διοικητικοί περιορισμοί επιβάλλονται για να προστατεύσουν το άτομο από αυθαιρεσίες παρέχοντας αντικίνητρα για ορισμένες ενέργειες. Η άθλια κατάσταση του ελληνικού πανεπιστημίου οφείλεται ακριβώς στην έλλειψη κατάλληλων κινήτρων και αντικινήτρων. Η δομή των κινήτρων και αντικινήτρων και τα ατομικά συμφέροντα είναι τέτοια που οδηγούν στην παρακμή του Πανεπιστημίου. (Άρθρο στο Βήμα του Θεόδωρου Λιανού που προαναγγέλλει την ώρα των διδάκτρων.)

Το ελληνικό πανεπιστήμιο σχεδόν κυριαρχείται από δύο ομάδες ατόμων. Μια ομάδα μωροφιλόδοξων και κομπιναδόρων καθηγητών, εν πολλοίς αγραμμάτων, οι οποίοι συνεργάζονται, υποστηρίζονται ή ανέχονται τις κομματικές φοιτητικές οργανώσεις με σκοπό την ικανοποίηση προσωπικών επιδιώξεων. Η άλλη ομάδα αποτελείται από τις διάφορες κομματικές φοιτητικές οργανώσεις που αδιαφορούν πλήρως για το πανεπιστήμιο, δεδομένου ότι αυτοί θα σταδιοδρομήσουν στα κόμματα εφόσον επιδείξουν αρκετά σημαντικό καταστροφικό έργο και θα συνεχίσουν την καταστροφή από άλλα πόστα.

Οι ομάδες αυτές δεν εξουδετερώνονται με διοικητικά μέτρα. Χρειάζεται ένα μέσον, ένα όργανο, που θα τους αφαιρεί τη δύναμη. Και αυτό είναι η πληρωμή διδάκτρων για κάθε μάθημα. Το σημερινό σύστημα της δωρεάν εκπαίδευσης έχει χρεοκοπήσει. Σκεφθείτε ένα νέο σύστημα που οι πλούσιοι θα πληρώνουν δίδακτρα με τα οποία θα παρέχονται υποτροφίες στους φτωχούς. Ένα τέτοιο σύστημα όχι μόνο είναι δικαιότερο από το ισχύον αλλά παρέχει και τα σωστά κίνητρα και αντικίνητρα. Κίνητρο στους μεν για μελέτη ώστε να διατηρούν την υποτροφία, κίνητρο είναι δε για μελέτες για να μη διαιωνίζουν τη φοιτητική τους ιδιότητα. Ένα τέτοιο σύστημα διδάκτρων με παράλληλη κατάργηση του αίσχους των δωρεάν συγγραμμάτων είναι βέβαιον ότι θα αφυπνίσει και θα ενεργοποιήσει τη μεγάλη μάζα των φοιτητών και θα εξαφανίσει ή τουλάχιστον θα περιορίσει τις κομματικές φοιτητικές οργανώσεις.

Η εισαγωγή διδάκτρων θα επηρεάσει και τους καθηγητές. Ο φοιτητής που πληρώνει δίδακτρα έχει απαιτήσεις, θέλει τον καθηγητή παρόντα και όχι «ιπτάμενο», θέλει καλή διδασκαλία και καλό σύγγραμμα. Δυστυχώς, η αλήθεια είναι ότι νοιαζόμαστε για ό, τι πληρώνουμε και αδιαφορούμε για ό, τι μας προσφέρεται δωρεάν. Δεν υπαινίσσομαι ότι η εισαγωγή διδάκτρων θα λύσει όλα τα προβλήματα αλλά χωρίς δίδακτρα ή και άλλους οικονομικούς περιορισμούς το ελληνικό πανεπιστήμιο δεν πρόκειται να μπει σε σωστό δρόμο. Όσο οι ΚΝίτες, ΠΑΣΠίτες και ΔΑΠίτες και άλλες κομματικές παρατάξεις αλωνίζουν ατιμωρητί, το Πανεπιστήμιο δεν πρόκειται να δει προκοπή.

Η εμπειρία έχει δείξει ότι τα οικονομικά κίνητρα είναι πάντοτε αποτελεσματικά. Αντίθετα, τα διοικητικά μέτρα τείνουν να πολλαπλασιάζονται και να ατονούν. Η επιβολή διδάκτρων είναι βέβαιον ότι θα αποδώσει και θα φέρει τάξη στα πανεπιστήμια.

Η Κρατική Παιδεία είναι Απειλή

Αρχές του 19ου αιώνα. Ο γάλλος φιλελεύθερος οικονομολόγος Φρεντερίκ Μπαστιά ανησυχεί θεωρώντας ότι ο δωρεάν χαρακτήρας της παιδείας, σε συνδυασμό με τη «μόρφωση», μπορεί να αποτελέσει το πρώτο βήμα για την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας.

«Από τη στιγμή που καθιερώθηκε η δημοκρατία(1) γίνεται πολύ λόγος για τη δωρεάν εκπαίδευση. Πρόκειται για κομμουνισμό εφαρμοσμένο σε έναν κλάδο της ανθρώπινης δραστηριότητας. Η εκπαίδευση θα είναι δωρεάν; Ε, τότε, ο κόσμος δεν πρέπει να ζητάει από το κράτος μονάχα δωρεάν εκπαίδευση, αλλά και δωρεάν τροφή, κι ένα σωρό άλλα πράγματα… Γιατί όχι; Μήπως δεν είναι η τροφή ακόμα πιο αναγκαία κι από τη μόρφωση; Ας προσέξουμε, λοιπόν. Ο λαός έχει φθάσει σχεδόν σε αυτό το σημείο. Ξεγελαστήκαμε από μια λέξη κι έχουμε κάνει ένα βήμα προς τον κομμουνισμό. Και γιατί άραγε δεν θα κάνουμε και ένα δεύτερο, κι ύστερα ένα τρίτο, μέχρι να καταλήξουμε στο σημείο να χαθεί κάθε ελευθερία, κάθε ιδιοκτησία, κάθε δικαιοσύνη; Primo vivere, deindre plilosophare (Πρώτα να ζήσουμε, κι ύστερα να φιλοσοφήσουμε), θα μας πει ο λαός, και δεν ξέρω, στ' αλήθεια, τι θα μπορέσουμε να του αντιτάξουμε». Δείτε στη συνέχεια τις απόψεις πέντε σπουδαίων προσωπικοτήτων περί της κρατικής παιδείας (πηγή «Ε»).

Αυτό το απόσπασμα αναφέρεται από τον Remy Herrera στο «Un autre capitalisme n'est pas possible» (Ένας άλλος καπιταλισμός δεν είναι εφικτός), Syllepse, Παρίσι, 2010. Το 1859 στο δοκίμιό του «Περί ελευθερίας», ο βρετανός φιλελεύθερος φιλόσοφος Τζον Στιούαρτ Μιλ αντιπαραθέτει τη χειραφέτηση και το κρατικό εκπαιδευτικό σύστημα.

«Μια γενικευμένη και κρατικοποιημένη εκπαίδευση δεν είναι τίποτε άλλο από έναν μηχανισμό διαμόρφωσης των ανθρώπων έτσι ώστε να είναι όλοι όμοιοι μεταξύ τους• και το καλούπι που επιλέγεται είναι εκείνο που εξυπηρετεί τις εξουσίες που κυριαρχούν μέσα στην κυβέρνηση, είτε πρόκειται για τον μονάρχη, είτε για τον κλήρο, είτε για την αριστοκρατία, είτε για την πλειονότητα μιας συγκεκριμένης γενιάς. Μάλιστα, εάν αυτός ο μηχανισμός αποδειχθεί αποτελεσματικός και επιτυχημένος, επιβάλλει στον δεσποτισμό πάνω στο πνεύμα, ο οποίος αναπόφευκτα θα οδηγήσει και σε στον δεσποτισμό πάνω στο σώμα».

Το 1889 ο Ουίλιαμ Τόρεϊ Χάρις, αμερικανός φιλόσοφος και τότε υπουργός Παιδείας, συνοψίζει την αποστολή του υπουργείου του.

«Τα σχολεία μας έχουν σχεδιαστεί με επιστημονικό τρόπο, για να εμποδίσουν τον καθένα να αποκτήσει υπερβολική μόρφωση. Ο μέσος Αμερικανός οφείλει να αρκεστεί στο ρόλο που είναι προδιαγεγραμμένος γι' αυτόν, χωρίς να μπαίνει στον πειρασμό να επιχειρήσει κάποιον άλλο». Το 1906 ο αμερικανός φιλάνθρωπος Τζον Ντέιβινσον Ροκφέλερ περιγράφει την εκπαίδευση την οποία η γενναιοδωρία του θα μπορούσε να καταστήσει εφικτή.

«Δεν θα προσπαθήσουμε να κάνουμε φιλόσοφους ή επιστήμονες αυτούς τους ανθρώπους, ούτε τα παιδιά τους. Δεν είναι δική μας δουλειά να ξυπνήσουμε μέσα τους συγγραφείς, τους παιδαγωγούς, τους ποιητές ή τους ανθρώπους των γραμμάτων. Δεν αναζητούμε μεγάλους καλλιτέχνες, ζωγράφους, μουσικούς, δικηγόρους, γιατρούς, ιερείς, πολιτικούς, κυβερνητικά στελέχη: έχουμε ήδη αρκετούς από όλες αυτές τις κατηγορίες. Η δική μας δουλειά είναι απλή. Θα οργανώσουμε την εκπαίδευση των παιδιών με τέτοιον τρόπο, ώστε να τους μάθουμε να κάνουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο αυτό που οι πατέρες τους και οι μητέρες τους κάνουν σήμερα με ατελή τρόπο».

Το 1984 ο αμερικανός νεοφιλελεύθερος οικονομολόγος Μίλτον Φρίντμαν ονειρεύεται ένα εκπαιδευτικό σύστημα το οποίο θα λειτουργεί εξ ολοκλήρου με βάση τους νόμους της αγοράς. «Σε αυτό το σύστημα, οι γονείς θα λάμβαναν εκπαιδευτικά κουπόνια (vouchers) τα οποία θα αντιστοιχούσαν με ακρίβεια στην αξία του ποσού το οποίο το κράτος οφείλει να δαπανήσει για να εξασφαλίσει τη φοίτηση των παιδιών τους σε σχολείο. Όπως συμβαίνει και σήμερα, όλοι οι πολίτες θα πλήρωναν τους φόρους τους για να χρηματοδοτήσουν την εθνική εκπαίδευση, είτε έχουν παιδιά είτε όχι, είτε αυτά πηγαίνουν σε δημόσιο σχολείο είτε σε ιδιωτικό. Η σημαντική διαφορά συνίσταται στο γεγονός ότι επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια των γονέων να επιλέξουν πού θα φοιτήσουν τα παιδιά τους, και όχι σε εκείνη των γραφειοκρατών. Κι αυτό είναι ένα σημείο με κρίσιμη σημασία. Με αυτόν τον τρόπο, θα καθόριζαν σε ποιο σχολείο θα πήγαιναν τα παιδιά τους και αυτό το σχολείο θα εξασφάλιζε έτσι μεγαλύτερη χρηματοδότηση. Σε αυτήν την περίπτωση, οι γονείς που θα έστελναν τα παιδιά τους σε ένα ιδιωτικό σχολείο θα απαλλάσσονταν -τουλάχιστον εν μέρει- από τη διπλή υποχρέωση χρηματοδότησης της εκπαίδευσης: κι αυτό, γιατί σήμερα με τους φόρους τους χρηματοδοτούν τη δημόσια εκπαίδευση, ενώ ταυτόχρονα καταβάλλουν δίδακτρα στο ιδιωτικό σχολείο. Με αυτόν τον τρόπο, τόσο οι καθηγητές όσο και η διεύθυνση των σχολείων θα διέθεταν τα μέσα που είναι αναγκαία για να ικανοποιήσουν πραγματικά τους πελάτες τους: τους μαθητές».

Αυτό το απόσπασμα αναφέρεται από τον Remy Herrera στο «Un autre capitalisme n'est pas possible», Syllepse, Παρίσι, 2010.

(1) (ΣτΜ): η οποία προέκυψε από τη Γαλλική Επανάσταση. Πηγή «Ε»

Ο Δρόμος της Μέλισσας

Αυτό τον καιρό στα πανεπιστήμια όλοι, εύλογα, αγωνιούν. Οι αρχικές σκέψεις του υπουργείου για το πανεπιστήμιο του μέλλοντος αντί να αποτελούν βάση διαλόγου, τείνουν να ενισχύουν την εσωστρέφεια της πανεπιστημιακής κοινότητας. Υπάρχει σοβαρός λόγος γι’ αυτό: Όταν το υπουργείο σκιαγραφεί ένα πανεπιστημιακό σύστημα με αγγλοσαξονική διοικητική δομή, και ο πιο καλόπιστος πανεπιστημιακός αναρωτιέται: Διανοείται η κ. υπουργός τι θα γίνει στα Τμήματα και στις Σχολές όταν το αγγλοσαξονικό σύστημα διοίκησης μεταμοσχευθεί στο ελληνικό πανεπιστήμιο; Άρθρο των Nicholas Askounes Ashford, Γιάννη Βαρουφάκη και Χρήστου Πιτελή στην Καθημερινή.

Το αγγλοσαξονικό σύστημα βασίζεται στην πραγματικά αποκεντρωμένη διοίκηση και, βεβαίως, στην αυτονόμηση των μονάδων του όσον αφορά την υλοποίηση του προϋπολογισμού της κάθε μιας. Αποκέντρωση δεν σημαίνει μόνο μεγαλύτερη ευελιξία και καλύτερη λογοδοσία στο επίπεδο του Τμήματος ή της Σχολής. Σημαίνει και δημιουργία γραφείων Προέδρων Τμημάτων ή Κοσμητόρων τα οποία λειτουργούν ως μίνι-υπουργεία ή Δ.Σ. επιχειρήσεων, καθώς σε αυτά λαμβάνονται οι αποφάσεις για τις προσλήψεις, τις απολύσεις, τη χρηματοδότηση νέων μεταπτυχιακών προγραμμάτων κ.λπ. Φαντάζεστε τι θα γίνει όταν αυτά τα ισχυρά γραφεία στελεχώσουν τα ίδια, λίγο – πολύ, με σήμερα πρόσωπα; Όταν το τάδε Τμήμα, λόγω κακοδιαχείρισης, αναγκαστεί να απολύσει μόνιμους καθηγητές; Και ποιοι θα είναι εκείνοι που θα αξιολογούν το Τμήμα, μια διαδικασία από την οποία θα κριθεί το αν θα πληρωθούν του χρόνου οι μισθοί; Ερωτήματα σαν και αυτά θα οδηγήσουν τον διάλογο υπουργείου και πανεπιστημίων σε αδιέξοδο, με μοναδικό κερδισμένο την αδράνεια.

Ο μέσος δρόμος

Αν πραγματικά θέλουμε να μπολιάσουμε το ελληνικό πανεπιστήμιο με τα θετικά του αγγλοσαξονικού, προτείνω να ακολουθήσουμε την προτροπή του Άγγλου φιλόσοφου Francis Bacon: Να μιμηθούμε τις μέλισσες! Αναφερόμενος στη διένεξη μεταξύ των εμπειριστών και των ορθολογιστών, συνέκρινε τα μυρμήγκια, που μονάχα συλλέγουν και χρησιμοποιούν ό, τι βρουν, με τις αράχνες, που υφαίνουν ιστούς μέσα στα ίδια τους τα σωθικά. Κάπως έτσι διαμορφώνεται, δυστυχώς, η αντιπαράθεση στο ελληνικό πανεπιστήμιο. Από την μία έχουμε εκείνους που, σαν τα μυρμήγκια, συλλέγουν πανεπιστημιακά μοντέλα από το εξωτερικό (κυρίως αγγλοσαξονικά) τα οποία προτείνουν να χρησιμοποιήσουν άκριτα και αυτούσια. Από την άλλη, έχουμε εκείνους που, σαν τις αράχνες, επιμένουν να αναπαράγουν αυτά που ήδη βρίσκονται στα σωθικά του υπάρχοντος πανεπιστημίου.

Η απόδραση από αυτήν την πόλωση, όπως πίστευε και ο Bacon, βρίσκεται στον μέσο δρόμο της μέλισσας η οποία μαζεύει πρώτες ύλες από τα άνθη πριν τις μεταμορφώσει σε κάτι νέο, χρησιμοποιώντας όμως μια δική της, εσωτερική, δύναμη. Ο δρόμος της μέλισσας για το ελληνικό πανεπιστήμιο απαιτεί την αργή, σταδιακή, εισαγωγή μικρών αλλά καίριων καινοτομιών που θα ανάψουν ένα φιτίλι στο εσωτερικό του πανεπιστημίου. Σιγά σιγά η φλόγα του θα απλωθεί και το πανεπιστήμιο θα αλλάξει από μόνο του, χωρίς τον από μηχανής θεό του υπουργείου. Όσοι πιστεύουν ότι με ένα νέο νόμο-πλαίσιο μπορούν να επανιδρύσουν το ελληνικό πανεπιστήμιο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του αγγλοσαξονικού φαίνεται ότι αγνοούν την πιο βασική αρχή της αγγλοσαξονικής προσέγγισης που, πάντα αναδείκνυε την εξέλιξη και απέρριπτε τις ξαφνικές, κοσμογονικές, από-τα-πάνω αλλαγές.

Ποιες μπορεί να είναι αυτές οι μικρές αλλά καίριες αλλαγές – εναύσματα; Αναφερόμαστε σε τρεις:

α Μείωση της σημασίας των μαζικών διαλέξεων.

β Κατάργηση των τειχών που χωρίζουν το ένα Τμήμα από το άλλο.

γ Διεθνοποίηση του πανεπιστημίου.

Τρόποι διεθνοποίησης

Αρχίζοντας από το τελευταίο, δεν αναφερόμαστε σε μια δουλική αναπαραγωγή αυτών που γίνονται αλλού. Ούτε στην σκέψη ότι θα πρέπει ξένοι καθηγητές να έρθουν να μας σχεδιάσουν προγράμματα σπουδών και, γενικά, να μας υπαγορεύσουν ένα εκπαιδευτικό Μνημόνιο. Η διεθνοποίηση που προτείνουμε αφορά:

Α Την καλλιέργεια μιας ισότιμης σχέσης με τις πανεπιστημιακές κοινότητες εκτός των συνόρων.

Β Τη δημιουργία συνθηκών ώστε ξένοι (καθηγητές και φοιτητές) να έρχονται στην Ελλάδα ώστε το ελληνικό πανεπιστήμιο να μεταμορφωθεί σε ένα κοσμοπολίτικο πεδίο ανταλλαγής και δημιουργίας ιδεών. Οι θεσμικές αλλαγές για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο είναι ελάχιστες. (Βλ. παραπλεύρως την κοινή μας πρόταση). Το ίδιο ισχύει και με τις άλλες δύο προτάσεις. Αναμφισβήτητα, η μεγαλύτερη πληγή του πανεπιστημίου είναι η εξευτελιστική μετατροπή του σε εξεταστικό κέντρο. Πώς μπορεί να καυτηριαστεί; Αλλάζοντας τη δομή της διδακτικής διαδικασίας. Σήμερα, οι διαλέξεις είναι το Α και το Ω. Τις παρακολουθεί, κατά μέσον όρο, το 20% των φοιτητών οι οποίοι διαβάζουν μόνοι τους το ένα ή τα δύο βιβλία που τους δίνουμε (λες και σπουδάζουν σε Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, χωρίς βέβαια την ηλεκτρονική υποδομή ενός σωστού Ανοιχτού Πανεπιστημίου) και κατόπιν προσέρχονται στις εξετάσεις, ξανά και ξανά έως ότου περάσουν. Τι μπορεί να αλλάξει εδώ; Τρία πράγματα:

1 Μείωση του αριθμού αλλά διατήρηση των διαλέξεων ως ένα performance από τον υπεύθυνο καθηγητή του οποίου στόχος είναι να εμπνέει τους φοιτητές και να εισαγάγει (αλλά όχι να εξαντλεί) την ύλη.

2 Εισαγωγή εβδομαδιαίων φροντιστηριακών τάξεων (tutorials), με 15 φοιτητές η κάθε μία, όπου τα θέματα που παρουσιάστηκαν στις διαλέξεις αναπτύσσονται υπό την μορφή συζήτησης, ασκήσεων, εργασιών, σύντομων τεστ. Η παράδοση μπορεί να γίνεται από καθηγητές ή και μεταπτυχιακούς φοιτητές, η δε παρακολούθηση θα πρέπει να είναι υποχρεωτική.

3 Να δοθεί στα Τμήματα η δυνατότητα να προσδιορίζουν ως υποχρεωτική τη γνώση των αγγλικών έτσι ώστε οι πηγές που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο αυτών των εβδομαδιαίων φροντιστηριακών τάξεων να καλύπτουν τη διεθνή βιβλιογραφία.

Μια τέτοια παρέμβαση θα έκλεινε σημαντικά το άνοιγμα της ψαλίδα που χωρίζει το ελληνικό πανεπιστήμιο από τα αντίστοιχα αγγλοσαξονικά χωρίς να χρειάζεται σημαντική νομοθετική παρέμβαση. Το ίδιο και όσον αφορά την κατεδάφιση των τειχών που χωρίζουν τα Τμήματα. Δεν είναι αποδεκτό πλέον οι φοιτητές μας να εγκλωβίζονται (στη βάση μιας επιλογής που είναι σχεδόν τυχαία) σε ένα από τα πολλά παρακλάδια κάποιας επιστήμης στα 18 τους, από το οποίο να μην μπορούν να ξεφύγουν, αν στην πορεία, συνειδητοποιήσουν ότι ένα παραπλήσιο παρακλάδι τους ενθουσιάζει.

Αυτές οι μικρές αλλαγές μπορούν να επιφέρουν μεγάλα οφέλη. Οι μεγάλες εξαγγελίες απλώς φοβίζουν και προϊδεάζουν ότι τελικά δεν θα γίνει, άλλη μια φορά, τίποτα.

Πώς θα γίνει η παιδεία μας ελκυστική διεθνώς

Η κρίση δημιουργεί και ευκαιρίες αναγέννησης. Η πραγματική ανάπτυξη απαιτεί επενδύσεις στις πηγές πλούτου που κάνουν μια χώρα να ξεχωρίζει. Η Ελλάδα έχει δύο τέτοιες πηγές: Τους ανθρώπους της, που έχουν επενδύσει για δεκαετίες σε ένα ιδιαίτερα υψηλό μορφωτικό επίπεδο. Και το μοναδικό φυσικό της περιβάλλον. Ο χώρος της παιδείας αποτελεί πεδίο ανεκμετάλλευτο στην Ελλάδα. Οι σοβαρές επενδύσεις σε αυτήν μπορούν να καταστήσουν τη χώρα πόλο έλξης τόσο για ξένους φοιτητές όσο και για καθηγητές που πολύ θα ήθελαν, υπό τις σωστές συνθήκες, να διδάσκουν εδώ ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Μια τέτοια εξέλιξη θα βοηθούσε τα ελληνικά πανεπιστήμια να διεθνοποιηθούν, υπό τους δικούς τους όρους, θα δημιουργούσε μια άλλη εικόνα για τη χώρα, και θα αποτελούσε και μια τονωτική ένεση για την οικονομία. Για δεκαετίες, το «ισοζύγιο» τριτοβάθμιας παιδείας της χώρας είναι μνημειωδώς αρνητικό. Αν και πάντα Έλληνες φοιτητές θα πηγαίνουν στο εξωτερικό, κάτι που δεν είναι καθόλου κακό, ήρθε ο καιρός να αρχίσουμε να εισάγουμε φοιτητές από τις ίδιες χώρες στις οποίες, προς το παρόν, μόνο εξάγουμε δικούς μας. Πώς η Ολλανδία κατάφερε να ανοίξει τα πανεπιστήμιά της και να ελκύει μεγάλο αριθμό ξένων φοιτητών;

Επεκτείνοντας και διεθνοποιώντας το ελληνικό πανεπιστήμιο, προσφέροντας προγράμματα σπουδών στα αγγλικά, χρησιμοποιώντας ως διδάσκοντες τον μεγάλο αριθμό των υπο-απασχολούμενων Ελλήνων με τις καλές σπουδές από το εξωτερικό, προσκαλώντας για μερικούς μήνες κάθε χρόνο καθηγητές κορυφαίων ξένων πανεπιστημίων (οι οποίοι με μεγάλη χαρά, και μικρή αμοιβή, θα επέλεγαν να περνούν κάποιους μήνες στην Ελλάδα), ανοίγοντας τα κτίρια των σχολών τα καλοκαίρια – με αυτές τις κινήσεις, και δεδομένης της ελκυστικότητας της χώρας, η Ελλάδα θα μπορούσε να ελκύσει ξένους φοιτητές όπως κάνει η Καλιφόρνια, η Αυστραλία, η Ισπανία, αλλά και η Ολλανδία ή η Βρετανία.

*Ο κ. Nicholas Askounes Ashford είναι καθηγητής στο Massachusetts Institute of Technology, ο κ. Γιάννης Βαρουφάκης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ο κ. Χρήστος Πιτέλης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και το Πανεπιστήμιο Cambridge.

Μάχες Χαρακωμάτων στα ΑΕΙ

Αντιδράσεις, αλλά και σκωπτικά σχόλια, προκαλεί στην ακαδημαϊκή κοινότητα η εκστρατεία που ξεκίνησε ο υφυπουργός Παιδείας, Ιωάννης Πανάρετος, κατά του νεποτισμού στα ΑΕΙ. Πολλοί επικρίνουν τον στενό συνεργάτη του πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου ότι το 1991 έγινε καθηγητής στο Τμήμα Στατιστικής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών όταν πρόεδρος ήταν η σύζυγός του κ. Ευδοκία Ξεκαλάκη. Έκτοτε οι δύο σύζυγοι εναλλάχθηκαν στην προεδρία του τμήματος για 12 χρόνια, εδραιώνοντας τη θέση τους στο ίδρυμα. Η σημερινή Καθημερινή επιτίθεται στον Υφυπουργό Παιδείας με σφοδρότητα. Δείτε το ρεπορτάζ που προσθέτει μια ακόμα επιχείρηση στη μάχη των χαρακωμάτων της νομενκλατούρας που καταδυναστεύει τα ελληνικά ΑΕΙ.

Πριν από 20 χρόνια τέτοια εποχή -τον Νοέμβριο του 1991- ο 43χρονος τότε Γιάννης Πανάρετος ορκίστηκε και ανέλαβε καθήκοντα στο Τμήμα Στατιστικής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (η γνωστή σε όλους πρώην ΑΣΟΕΕ). Έπειτα από μακρά περιπλάνηση σε πανεπιστήμια της Ελλάδας και του εξωτερικού, ο σημερινός υφυπουργός Παιδείας και στενός συνεργάτης του πρωθυπουργού κ. Γεώργιου Παπανδρέου πήρε θέση καθηγητή στο αθηναϊκό ΑΕΙ, το περιβάλλον του οποίου του ήταν… οικείο. Από το 1989 πρόεδρος του Τμήματος Στατιστικής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών ήταν η κ. Ευδοκία Ξεκαλάκη, η οποία γνωρίστηκε με τον κ. Πανάρετο από τα φοιτητικά της χρόνια και η σχέση τους κατέληξε σε γάμο.

Το 1991 ο κ. Πανάρετος έγινε καθηγητής στο Τμήμα και έκτοτε οι δύο σύζυγοι εναλλάχθηκαν στην προεδρία του Τμήματος για άλλα 12 χρόνια, εδραιώνοντας τη θέση τους στο Ίδρυμα, αλλά και δημιουργώντας πολλούς εχθρούς.

Είναι εκείνοι οι οποίοι σήμερα ρωτούν «κοίτα ποιος μιλάει;», σχολιάζοντας την εκστρατεία που ξεκίνησε ο κ. Πανάρετος κατά του νεποτισμού στα πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ. Ο νυν υφυπουργός ζητεί στοιχεία για τα παιδιά των πανεπιστημιακών, που διορίστηκαν τα τελευταία 15 χρόνια στο πανεπιστήμιο του γονιού τους. Η έρευνα δεν θα φθάσει έως 20 χρόνια πίσω και δεν θα περιλαμβάνει τους πανεπιστημιακούς που διορίστηκαν στο πανεπιστήμιο του συζύγου τους…

Βέβαια, ο κ. Πανάρετος είχε μια δεκαετή διαδρομή σε άλλα ΑΕΙ πριν βρεθεί να συνυπάρχει κάτω από την ίδια στέγη με τη σύζυγό του. Από το 1980 έως το 1991 πέρασε από τα Πανεπιστήμια του Dublin, του Missouri – Columbia και της Iowa, καθώς και από τα Πανεπιστήμια Κρήτης και Πάτρας. «Κρίθηκα από 13 καθηγητές από άλλο Τμήμα του Ιδρύματος, ενώ διεκδίκησα τη θέση όταν προκηρύχθηκε λόγω της απώλειας τού τότε πρύτανη. Στην ακαδημαϊκή μου καριέρα ουδέποτε πέρασα στην επόμενη βαθμίδα διεκδικώντας μια θέση στο ίδιο ΑΕΙ. Πάντοτε, ανέβαινα βαθμίδα διεκδικώντας θέσεις σε άλλο ΑΕΙ», ανέφερε χθες στην «Κ» ο κ. Πανάρετος.

Όμως, οι επικρίσεις και τα σχόλια στην ακαδημαϊκή κοινότητα του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (και όχι μόνο) δεν αφορούν μόνο τον χρόνο εκλογής του υφυπουργού σε θέση καθηγητή του ΟΠΑ το 1991. Πολλοί πανεπιστημιακοί εστιάζουν στην εναλλαγή του ζευγαριού στην προεδρία του Τμήματος Στατιστικής. Από το 1989 έως το 1993 πρόεδρος ήταν η κ. Ευδοκία Ξεκαλάκη. Από το 1993 έως το 1995 ο κ. Πανάρετος. Το 1996 ήταν η σειρά της κ. Ξεκαλάκη να αναλάβει τη θέση, διατηρώντας την έως το 2000. Τότε τον προεδρικό θώκο ανέλαβε (εκ νέου) ο σύζυγός της. Τον κράτησε έως το 2002. Ο κ. Πανάρετος απέδωσε την εναλλαγή στην προεδρία στο γεγονός ότι ουδείς άλλος ήθελε να διεκδικήσει τη θέση. Πανεπιστημιακοί του Ιδρύματος θεωρούν ότι η κυριαρχία Πανάρετου-Ξεκαλάκη έγινε δεκτή χωρίς αντιδράσεις και εξαιτίας των ιδιαίτερα καλών σχέσεων που έχει το ζεύγος με τον νυν πρωθυπουργό. Άλλωστε, ο κ. Πανάρετος υπήρξε γενικός γραμματέας στο υπουργείο Παιδείας το 1995-1996, επί υπουργίας Παπανδρέου .

Στις ισχυρές διασυνδέσεις του κ. Πανάρετου αποδίδουν κάποιοι τη σημαντική και γρήγορη αύξηση του αριθμού των καθηγητών του Τμήματος Στατιστικής σε σχέση με τους εισακτέους φοιτητές, παρότι ο νυν πρόεδρος του Τμήματος κ. Επαμεινώνδας Πανάς τόνισε στην «Κ» ότι ο αριθμός των εισακτέων παρέμεινε μικρός λόγω των αντιδράσεων του Τμήματος. Σήμερα, μετά 20 χρόνια λειτουργίας το Τμήμα Στατιστικής διαθέτει 24 διδάσκοντες και δέχεται 70 εισακτέους ετησίως. Την ίδια στιγμή, το Τμήμα Οικονομικής Επιστήμης έχει 25 διδάσκοντες και 200 εισακτέους και το Τμήμα Λογιστικής 23 διδάσκοντες και 200 εισακτέους.

Φοιτητές και πανεπιστημιακοί του ΟΠΑ επικρίνουν τον κ. Πανάρετο ότι τα τελευταία χρόνια δεν δίδασκε. «Τυπικά ήταν καλυμμένος διότι ήταν υπεύθυνος για τις πρακτικές ασκήσεις των φοιτητών», λέει με νόημα στην «Κ» στέλεχος του ΟΠΑ. Μάλιστα, προ διετίας η φοιτητική παράταξη ΔΑΠ στο ΟΠΑ είχε ζητήσει από την Πρυτανεία στοιχεία για τις ώρες πραγματικής διδασκαλίας των διδασκόντων, έχοντας στόχο τον κ. Πανάρετο. Τα στοιχεία δεν δόθηκαν ποτέ. Όμως σύμφωνα με πληροφορίες πίσω από την επίκληση κάποιων τυπικών λόγων για να αδρανήσει το θέμα (όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις) κρύβεται η παρέμβαση υψηλόβαθμου -τότε- στελέχους της ελληνικής Βουλής…