Πώς θα Γίνεται η Εισαγωγή στα AEI – TEI

H εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση θα γίνεται μέσω πανελλαδικών εξετάσεων σε τέσσερα (αντί έξι σήμερα) μαθήματα, ενώ θα συνυπολογίζεται ο βαθμός της β΄ και γ΄ τάξης λυκείου που θα προκύπτει και από ενδοσχολικές εξετάσεις.

H αξιολόγηση των μαθητών στη β΄ και γ΄ τάξη λυκείου δεν θα βασίζεται μόνο στις εξετάσεις αλλά και σε ερευνητικές εργασίες.

Tα μαθήματα στα οποία θα εξετάζονται μέσω πανελλαδικών εξετάσεων οι υποψήφιοι, όπως και η στάθμιση της βαθμολογίας τους, θα καθορίζονται από τα ίδια τα Πανεπιστήμια.

Oι υποψήφιοι θα εισάγονται σε Σχολή κι όχι σε Tμήμα όπως συμβαίνει σήμερα. Mετά το πρώτο έτος, οι εισακτέοι θα κατανέμονται στα επιμέρους τμήματα με βάση τις προτιμήσεις τους και τις επιδόσεις τους στις πανελλαδικές εξετάσεις.

Σε τμήματα χαμηλής ζήτησης προτείνεται ελεύθερη πρόσβαση, ενώ απόφοιτοι IEK μπορεί να έχουν τη δυνατότητα εισαγωγής σε TEI με ειδικές εξετάσεις και αφού έχουν πιστοποιήσει τις γνώσεις τους.

Πηγή "Ημερησία"

Το Νέο I.B. Λύκειο

Δύο ρεπορτάζ του Σαββάτου στην "Ημερησία" και την "Καθημερινή" άνοιξαν για τα καλά το εξεταστικό. Η δημοσιογραφική επιτυχία των εφημερίδων είναι δεδομένη και όλοι οι υπόλοιποι απλά επαναλάβαμε τα δημοσιεύματα. Ωστόσο   δύο άρθρα στο σημερινό "Βήμα" δίνουν απόψεις προς συζήτηση. Παραθέτουμε σε PDF το πλήρες δημοσίευμα της "Καθημερινής".

Το Νέο I.B. Λύκειο [Αρχείο PDF]

Η Τελευταία Ευκαιρία

Ως πανεπιστημιακός δάσκαλος οφείλω να χαιρετίσω τη δραστηριότηταπου άρχισε να αναπτύσσει η Κυβέρνηση- ο ίδιος ο Πρωθυπουργός και η πολιτική ηγεσία τού Υπουργείου Παιδείας- για τα θέματα τής Εκπαίδευσης. Πολλά από τα εξαγγελλόμενα βρίσκονται προς τη σωστή κατεύθυνση και μέσα στο πνεύμα- ενίοτε και στο γράμμα- τού Εθνικού Διαλόγου για την Παιδεία (που άρχισε επί Ν. Δημοκρατίας με συμμετοχή τού ΠαΣοΚ και τού ΛΑΟΣ), ενός μακρού (έξι μηνών) και ουσιαστικού διαλόγου, τού οποίου είχα την ευθύνη του συντονισμού ως πρόεδρος.

Εχοντας θητεύσει στο Πανεπιστήμιο Αθηνών επί μακρά σειρά ετών (1965-2006) και έχοντας διοικήσει ως πρύτανης το πανεπιστήμιο αυτό (2000-2006), μπορώ- ελπίζω- να συμβάλω στον δημόσιο διάλογο («διαβούλευση» το λένε τώρα) για την Ανώτατη Παιδεία που μόλις άρχισε, μολονότι τα εξαγγελλόμενα, τα διαρρέοντα και «διαρρεόμενα» είναι ακόμη ασαφή, ίσως για να μην προκαταλάβουν τον διάλογο. Ακόμη θα ήταν μεγάλη παράλειψη να μη θυμίσουμε ότι η όποια κακοδαιμονία τής πανεπιστημιακής εκπαίδευσης οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον πανεπιστημιακό νόμο 1268/1982 τού ΠαΣοΚ με τις μεγάλες αδυναμίες, δυσλειτουργίες και παρενέργειες που προκάλεσε, παρά ορισμένες θετικές πλευρές του. Ετσι, είναι ευπρόσδεκτο που το ίδιο πολιτικό κόμμα παίρνει τώρα την πρωτοβουλία, μετά από 30 χρόνια, να διορθώσει τα κακώς κείμενα, υπείκον στην αρχή «Ο τρώσας και ιάσεται».

Από την ημερίδα που διοργάνωσε την περασμένη Κυριακή στους Δελφούς το υπουργείο Παιδείας παρουσια του Πρωθυπουργού και κατά την οποία η κυρία Αννα Διαμμαντοπούλου παρουσίασε το σχέδιο της κυβέρνησης για τα Πανεπιστήμια

Οτι χρειάζεται εκ βάθρων ανανέωση η Ανώτατη Εκπαίδευση είναι κοινός τόπος για τους πανεπιστημιακούς αλλά και για όλη την ελληνική κοινωνία, είναι δε θετικό ότι ανοίγει ένας διάλογος με τολμηρές προτάσεις. Γιατί, μεταξύ πολλών άλλων, πουθενά στον κόσμο σήμερα δεν υπάρχουν φοιτητικές παρατάξεις κομματικά εξαρτημένες που να έχουν άμεσο ή έμμεσο λόγο στη διοίκηση. Οι ειδικές συνθήκες τής Ελλάδος (κυρίως η τραυματική δικτατορία) επέβαλαν τέτοιες δομές, που ενισχύθηκαν εν συνεχεία από τα κόμματα, με στόχο το πολιτικό όφελος. Σήμερα τέτοιες εξαρτημένες δομές- που τελικά λειτουργούν ως τροχοπέδη για κάθε ανάπτυξη και εκσυγχρονισμό τού ελληνικού πανεπιστημίου- δεν έχουν λόγο υπάρξεως, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι φοιτητές ως φορέας δεν θα έχουν τον δικό τους (αναλογικά) λόγο στη διοίκηση. Υπάρχουν θέματα στα οποία θα έπρεπε να έχουν τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο και άλλα στα οποία δεν θα έπρεπε να έχουν κανένα λόγο.

Σε σχέση με τις συζητούμενες αλλαγές στα Πανεπιστήμια, η πείρα μου με οδηγεί στις εξής σκέψεις:

1 Ναι,στην καθιέρωση πλήρους αυτοδιοίκησης στα ΑΕΙ. Οχι μόνο διοικητικής, επιστημονικής, ερευνητικής, αλλά και οικονομικής (υπό τον λεπτομερή έλεγχο τής Πολιτείας). Να δίδονται από την Πολιτεία σε κάθε Πανεπιστήμιο τα κονδύλια που χρειάζεται για τη λειτουργία και την έρευνα (γιατί χωρίς έρευνα δεν μιλάμε για Πανεπιστήμια) με κριτήρια που θα καθορίζουν το ύψος τής χρηματοδότησης (αριθμός φοιτητών, αριθμός διδακτικού προσωπικού, έκταση και επιτυχία στην έρευνα κ.ά.). Σε αυτά πρέπει να βαρύνει και η αξιολόγηση κάθε Πανεπιστημίου, εφόσον φυσικά εξασφαλισθεί η πλήρης αυτοδιοίκηση, δηλ. εφόσον περάσουν στην ευθύνη των ίδιων των Πανεπιστημίων οι αποφάσεις για τον αριθμό φοιτητών που μπορούν να εκπαιδεύσουν, για την αναλογία φοιτητών και διδασκόντων, για τις αναγκαίες υποδομές (βιβλιοθήκες, εργαστήρια) κ.λπ.

2 Οχι,στη διοίκηση των Πανεπιστημίων από «μάνατζερ». Το Πανεπιστήμιο δεν είναι επιχείρηση για να διοικείται από μάνατζερ οι οποίοι ενεργούν με άλλη λογική. Ενα ευέλικτο ολιγομελές (ενδεκαμελές) σώμα εκλεγμένων πανεπιστημιακών (Πρυτανικό Συμβούλιο), στο οποίο θα μπορούσαν να συμμετέχουν και τρεις (3) εκπρόσωποι επιχειρηματικών- επαγγελματικών φορέων (όχι συνδικαλιστές!), μπορεί άριστα να διοικήσει το Πανεπιστήμιο, σε συνεργασία με ένα ευρύτερο (εικοσαμελές) Σώμα Προέδρων Τμημάτων με συμβουλευτικό ρόλο. Η πρόταση τής Κυβέρνησης για ένα Διοικητικό Συμβούλιο που θα διοικεί όλα τα Ανώτατα Ιδρύματα των Αθηνών (Πανεπιστήμιο Αθηνών, ΕΜΠ, Πάντειο, Οικονομικό, Γεωπονικό, Χαροκόπειο, Σχολή Καλών Τεχνών), με τις χιλιάδες των πανεπιστημιακών και των φοιτητών και τα μύρια θέματα που αναφύονται, είναι ουτοπική και συγχρόνως ριζικά αντίθετη προς την επαγγελλόμενη πλήρη αυτοδιοίκηση των ΑΕΙ.

3 Ναι,στην αξιολόγηση των Πανεπιστημίων (υπό όρους). Οτι τα Πανεπιστήμια πρέπει να αξιολογούνται δεν αμφισβητήθηκε ποτέ από τους Πανεπιστημιακούς. Αυτό που υποστηρίχθηκε- και ισχύει και σήμερα- είναι να αξιολογούνται τα ΑΕΙ με κατοχυρωμένη την πλήρη αυτοδιοίκηση. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί να κρίνεται ένα πανεπιστήμιο για τους υπέρογκους αριθμούς φοιτητών που ποτέ δεν ζήτησε, για υλικοτεχνικές υποδομές που ποτέ δεν τού διατέθηκαν (αίθουσες διδασκαλίας, εργαστήρια, όργανα κ.λπ.) και για έρευνα με υποτυπώδη κρατικά κονδύλια χωρίς να έχει θεσμικά τη δυνατότητα αναζήτησης πρόσθετων πόρων (χορηγιών, δωρεών, αξιοποίησης προϊόντων έρευνας κ.λπ.). Αν εξασφαλισθούν αυτοί οι όροι, τότε η χρηματοδότηση των Πανεπιστημίων φυσικά και μπορεί να συνδεθεί με την αξιολόγησή τους.

Επ΄ ευκαιρία, αληθεύει ότι εφεξής η χρηματοδοτούμενη έρευνα θα επικεντρωθεί στην «Αγροβιοτεχνολογία, Πληροφορική και Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας»; Μήπως καταργούνται διά νόμου οι κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες αλλά και οι περισσότερες θετικές; Τι αλλοπρόσαλλες συλλήψεις είναι αυτές, αν αληθεύουν;

4 Ναι, στη συνένωση- κατάργηση Τμημάτων των ΑΕΙ. Είναι εύκολο και λογικό να καταργήσεις μεταπτυχιακά προγράμματα που εγγενώς έχουν προσωρινό χαρακτήρα. Είναι αυτονόητο να συνενώσεις ή να καταργήσεις Τμήματα και ειδικότητες σε ΤΕΙ ή και σε Πανεπιστήμια που δεν έχουν φοιτητές. Είναι λογικό να συγκεντρώσεις χωροταξικώς τμήματα που είναι εγκατεσπαρμένα για τοπικιστικούς λόγους. Αλλο πράγμα είναι βεβαίως η κατάργηση ιστορικών αυτοτελών τμημάτων βάσει οικονομικών και μόνο κριτηρίων που θα οδηγούσε σε ανεπίτρεπτη οπισθοδρόμηση (με τη λογική: «η Φιλοσοφία φέρνει φοιτητές και πόρους; Οχι! Κατάργησέ την»).

Επ΄ ευκαιρία, «η σύλληψη» εισαγωγής των φοιτητών σε Σχολές (πρώτο έτος) και μετά σε Τμήματα (δεύτερο έτος) σημαίνει «άγριες» εσωτερικές (δεύτερες) εξετάσεις για την επιλογή Τμήματος μετά τις πρώτες εξετάσεις εισαγωγής στα Πανεπιστήμια!.. Και οι αποτυγχάνοντες στο Τμήμα προτίμησής τους πού θα πηγαίνουν; Το έχουν συλλάβει οι προτείνοντες;

Οπως κι εκείνο το φοιτητικό κουπόνι (η φοιτητική πίστωση), με το οποίο δήθεν θα διαλέγει κάθε φοιτητής το Πανεπιστήμιο όπου θέλει να φοιτήσει! Τι είδους μεταφυσική σύλληψη είναι αυτή; Θα κάνει τον φοιτητή περιζήτητο από τα ΑΕΙ; Τι σχέση μπορεί να έχει το «κουπόνι» με τις χιλιάδες των ταλαίπωρων υποψηφίων που προσπαθούν πάση θυσία να μπουν σε κάποιο Πανεπιστήμιο;

5. Ναι, στην αλλαγή τού συστήματος εισαγωγής στα ΑΕΙ Το σημερινό σύστημα εξετάσεων- που φαίνεται ότι διατηρείται- είναι αναξιόπιστο, απάνθρωπο, αντιοικονομικό και, το κυριότερο, στρεβλωτικό τού χαρακτήρα τού Λυκείου, από το οποίο δεν φεύγουν τελικά οι εισαγωγικές εξετάσεις. Ή μήπως θα καθιερωθεί, όπως ελέχθη, το (πραγματικά ελιτίστικο) Διεθνές Απολυτήριο που δίνουν σήμερα ορισμένα ιδιωτικά με εξετάσεις από το εξωτερικό και σε αποφοίτους για σπουδές στο εξωτερικό; Ριζική- και λυτρωτική- λύση θα ήταν η δημιουργία ενός Εθνικού Εξεταστικού φορέα, όπου οι υποψήφιοι θα μπορούσαν μετά το Λύκειο και μέσα στον ίδιο ακαδημαϊκό χρόνο να επαναλάβουν την εξέταση για βελτίωση, αν χρειασθεί, και να εισέρχονται με κριτήρια και απαιτήσεις των ίδιων των Πανεπιστημίων. Θα το ξαναπώ: Είναι παρήγορο και ενθαρρυντικό ότι ανοίγει επιτέλους ένας ουσιαστικός διάλογος για τα Πανεπιστήμια, που προσωπικά θεωρώ ως την τελευταία ευκαιρία- όπως συμβαίνει και με την οικονομία μας- να ανακάμψει η σκληρά δοκιμασμένη και άδικα απαξιωμένη δημόσια πανεπιστημιακή εκπαίδευση.

Ο κ. Γ. Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής Γλωσσολογίας, πρόεδρος του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού, τέως πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Προοδευτικές Ψευδαισθήσεις

Eμπρός βήμα ταχύ, να προλάβουμε να φκιάξουμε ένα σύγχρονο πανεπιστήμιο, γιατί μείναμε στις δομές της δεκαετίας του ΄80- είπε, περίπου, τις προάλλες η Αννα Διαμαντοπούλου. Ωρα να ανοίξει (για άλλη μια φορά) ο θεωρητικός και ευχολογικός κρουνός για το «σύγχρονο πανεπιστήμιο»• ώρα για επιτροπές «εξεχόντων», «διακεκριμένων» και «σοφών» (κατά προτίμηση από την ευρύτερη Εσπερία) που θα αναλάβουν τη νεκρανάσταση• αλλά και ώρα να πούμε μερικές σταράτες κουβέντες για τους όρους με τους οποίους κατά προτίμησιν διεξάγεται σήμερα, σε διεθνή κλίμακα, η συζήτηση για τον ζητούμενο εκσυγχρονισμό.

Ναι, είναι το αφήγημα της παγκόσμιας οικονομίας που σήμερα υπαγορεύει ή, κατά περίπτωση, εκβιάζει δομικούς μετασχηματισμούς, αναθεωρήσεις εμφάσεων και λειτουργικούς αναπροσανατολισμούς. Οι αλλαγές, σκοπούμενες ή συντελεσμένες, είναι απτές, και αν δεν συνειδητοποιούμε πάντα τον βαθμό στον οποίο έχει διαφοροποιηθεί η αντίληψη για την πανεπιστημιακή διδασκαλία και έρευνα είναι γιατί, τα τελευταία χρόνια, έχουμε εσωτερικεύσει την «αγοραία» και οικονομίστικη διάλεκτο του «μάρκετινγκ»: έρευνα συν «μάρκετινγκ» δεν είναι απλώς καλύτερη από έρευνα χωρίς «μάρκετινγκ»- είναι καλύτερη έρευνα.

Κανείς, πρέπει να υποθέσουμε, δεν θα αμφισβητήσει ότι η έρευνα, κυρίως στον χώρο των θετικών και εφαρμοσμένων επιστημών, μπορεί και πρέπει να αξιολογηθεί ανάλογα με την (επι)δραστικότητά της στο ευρύτερο κοινωνικό πεδίο. Αλλά το μοιραίο φετίχ που οι Αγγλοσάξονες ονομάζουν «impact» φιλοδοξεί ήδη να αναδειχθεί σε μοναδικό γνώμονα αξιολόγησης, και το πρόβλημα είναι ότι ο συγκεκριμένος όρος, όπως χρησιμοποιείται στις τεχνοκρατικές εγκυκλίους και φόρμες που θέλουν να κανοναρχήσουν τη λειτουργία του πανεπιστημίου, φέρει ευδιάκριτο το «στίγμα» της βραχυπρόθεσμης και, κυρίως, μετρήσιμης απόδοσης. Οποιοι και αν είναι αυτοί που βολεύονται με αυτό το επείγον αίτημα, σίγουρα ορισμένοι από τους πιο σοβαρούς ερευνητές θα έχουν τις ενστάσεις τους και, όπως έγραφε σχετικά πρόσφατα ο Stefan Collini στο «Τimes Literary Supplement», θα πρέπει ή να αντισταθούν τώρα ή να κριθούν και να αμειφθούν ως πλασιέ του ερευνητικού τους προϊόντος.

Δεν πλέουμε σε πελάγη «ρομαντικής» αθωότητας• γνωρίζουμε ότι ιστορικά οι αλλαγές στη δομή, τη λειτουργία και τη στοχοθεσία του πανεπιστημίου δεν προέκυψαν από την «εσωτερική περιπέτεια της καθαρής γνώσης» αλλά από τις πρακτικές ανάγκες της εξουσίας- εκκλησιαστικής, πολιτικής και οικονομικής. Μόνο που τώρα οι σύγχρονοι «δείκτες επιδραστικότητας» (impact factors) «παίζουν» ως συνολικό πλαίσιο αξιολόγησης και μοναδικό κριτήριο χρηματοδότησης. Στον πιο πρόσφατο κυβερνητικό «φετφά» που παρέλαβαν τα βρετανικά πανεπιστήμια, για παράδειγμα, οι πιο μεγαλογράμματοι από αυτούς τους δείκτες είναι «η δημιουργία νέων επιχειρηματικών προοπτικών», «η προσέλκυση επενδύσεων από φίρμες παγκόσμιας εμβέλειας», «η βελτίωση δημοσίων υπηρεσιών», «η ενίσχυση της δημόσιας ασφάλειας» και «η ενίσχυση του δημόσιου ενδιαφέροντος για την τεχνολογία». Και μόνο ως υστερόγραφη επίνοια, ο τελευταίος δείκτης επιγράφεται «Λοιπά οφέλη για την ποιότητα ζωής». Σε προφανέστατη αμηχανία για το ποια θα μπορούσαν να είναι αυτά τα «οφέλη», οι συντάκτες, σε αντίθεση με ό,τι κάνουν για τους υπόλοιπους δείκτες, δεν δίνουν κανένα συγκεκριμένο παράδειγμα και παρακαλούν ευγενώς τους ενδιαφερομένους «να προτείνουν οτιδήποτε φρονούν ότι πρέπει να συμπληρωθεί».

Το πρώτο άρθρο στον εσωτερικό κανονισμό των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων του Μεσαίωνα όριζε ότι «η γνώση είναι δώρο του Θεού, και δεν είναι προς πώλησιν». Ενα είδος λαϊκίστικου νεο-Μεσαίωνα, με προοδευτικές ψευδαισθήσεις, φωνασκεί συστηματικά σ΄ αυτή τη χώρα για να εξορκίσει τάχα τον επιχειρηματικό Μαμμωνά που επιβουλεύεται τη γνωστική ανιδιοτέλεια του πανεπιστημίου, αλλά αυτό δεν είναι λόγος για να αντιληφθούμε τον εκσυγχρονισμό του πανεπιστημίου αποκλειστικά με τους όρους του Μαμμωνά. Οποιοι παρακολουθούν τη σχετική συζήτηση γνωρίζουν ότι οι πρώτες ηχηρές ενστάσεις γι΄ αυτό το είδος εκσυγχρονισμού έχουν διατυπωθεί από πολύ σημαντικές προσωπικότητες έξω και βρίσκονται σε εξέλιξη.

Γι΄ αυτό είναι ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε τις λεπτομέρειες της εκσυγχρονιστικής περί το πανεπιστήμιο ρητορικής, κυρίως αυτών που έχουν εκτελεστική εξουσία. Ακριβώς επειδή το δικό μας σημείο εκκίνησης για τον ζητούμενο εκσυγχρονισμό βρίσκεται πίσω (πιο πίσω, μάλλον, από ό,τι πιστεύει η υπουργός), υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο, από νεοφώτιστο ζήλο, να εναγκαλιστούμε χωρίς προφυλάξεις τον εισαγόμενο εκσυγχρονισμό του μετρήσιμoυ «impact». Στους Δελφούς ο Πρωθυπουργός μίλησε γενικά για «δύναμη της γνώσης» και πολύ συγκεκριμένα για «ανταγωνιστικότητα», «σύνδεση των πανεπιστημίων με την περιφερειακή ανάπτυξη» και την «προσέλκυση ξένων επενδύσεων». Ουδείς ψόγος• αλλά η «παιδεία», με τα ανθρωπιστικά συνώνυμα και τα πολιτισμικά συγγενικά της, δεν μοιάζει να είναι μέρος της ρητορικής αυτού του εκσυγχρονισμού- προφανώς επειδή δεν είναι άμεσα μετρήσιμη ως προϊόν προς πώλησιν. Και ακριβώς επειδή οι «δείκτες επιδραστικότητάς» της είναι ταυτόχρονα και δυσδιάγνωστοι και κρίσιμοι, θα ξαναπιάσουμε αυτό το ζήτημα στην πρώτη επόμενη ευκαιρία.

Ο κ. Θέοδωρος Δ. Παπαγγελής είναι καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Το Νέο Λύκειο

Σύμφωνα με σχέδιο που είδε σήμερα το φως της δημοσιότητας κάθε μαθητής στη Β και στη Γ Λυκείου είναι υποχρεωμένος να πάρει:

1. 12 ώρες υποχρεωτικά μαθήματα τα οποία είναι συγκεκριμένα: Νέα ελληνική γλώσσα και λογοτεχνία (6 ώρες), Αγγλικά (3 ώρες), Φυσική Αγωγή (3 ώρες).

2. 21 ώρες μαθήματα επιλογής

Υπάρχουν έξι ομάδες μαθημάτων οι οποίες περιέχουν τρίωρα μαθήματα (βασικό επίπεδο) και εξάωρα μαθήματα (υψηλό επίπεδο). Ο μαθητής υποχρεούται να επιλέξει: ένα εξάωρο μάθημα (υψηλό επίπεδο) από όποια ομάδα μαθημάτων επιθυμεί (εφόσον η ομάδα διαθέτει εξάωρο μάθημα) και ένα τρίωρο μάθημα (βασικό επίπεδο) από κάθε μία από τις υπόλοιπες ομάδες. Στα 6ωρα μαθήματα περιλαμβάνονται τα Αρχαία, τα Μαθηματικά, η Φυσική, τα Λατινικά και η Οικονομία σε υψηλό επίπεδο. Στα 3ωρα μαθήματα τα Αρχαία, τα Μαθηματικά, η Χημεία, η Βιολογία, οι Πολιτικές Επιστήμες και η Ψυχολογία. Η Ιστορία θα έχει δύο εκφάνσεις: Ιστορία των Ιδεών και Ευρωπαϊκή Ιστορία με 3ωρη διδασκαλία το καθένα.

3. 2 ώρες δραστηριότητες ευαισθητοποίησης σε κοινωνικά και περιβαλλοντικά ζητήματα

Τα σενάρια για το νέο εξεταστικό που έχουν διαρρεύσει θα αναρτηθούν εντός του Σαββατοκύριακου καθώς απαιτούν ιδιαίτερη μελέτη.