Η Επανάσταση του Αυτονόητου

Η χθεσινή ομιλία του πρωθυπουργού στους Δελφούς δεν μπορεί να έχει ασφαλώς κανένα αντιπολιτευτικό αντίλογο. Οι γραφικές αντιδράσεις των αμετανόητων κρατιστών που μας έφεραν ως εδώ είναι κατανοητές ως προς τον στόχο που υπηρετούν, δεν αποτελούν όμως βιώσιμη αντιπρόταση. Όλοι θα επικροτήσουμε την αξιοκρατία, την αριστεία, την ανταγωνιστικότητα. Όλοι θα χειροκροτήσουμε τα ψηφιακά συγγράμματα και την εφαρμογή του ECTS με βάση τις διδακτικές μονάδες. Ολόκληρη η κοινωνία θα ανακουφιστεί πραγματικά από το ανταποδοτικό τέλος ενός διαφορετικού συστήματος χρηματοδότησης με τα κουπόνια. Ολόκληρη η κοινωνία αναμένει τολμηρές αλλαγές στην ελληνική σοβιετική παιδεία. Το εγχείρημα όμως ενός ακόμα τρίμηνου διαλόγου θα κριθεί όχι μόνο στις τροχιοδεικτικές προτάσεις αλλά σε μια συνεπή εφαρμογή. Οι αντιστάσεις της μετριοκρατίας και των συμφερόντων της θα είναι μεγάλες όμως η επανάσταση του αυτονόητου επέρχεται και θα καταξιώσει όσους αληθινά μοχθούν για την πρόοδο.

Έφυγε Ξαφνικά ο Δημήτρης Αρνής

Έφυγε ξαφνικά και πρόωρα από τη ζωή ο Δημήτρης Αρνής, ένας μαχόμενος Φροντιστής, ένας ενεργός και ασυμβίβαστος αγωνιστής της ζωής και της παιδείας. Εκατοντάδες μαθητές του, παλιοί και νέοι, τον αποχαιρέτησαν σήμερα το μεσημέρι σε κλίμα ιδιαίτερης συγκίνησης στην εξόδιο ακολουθία που έγινε στην αγαπημένη του γειτονιά, στον Άγιο Στέφανο Αττικής. Εκατοντάδες και οι φίλοι και οι συναγωνιστές του καθώς ο Δημήτρης με την ευπρέπεια του λόγου και το μόνιμο χαμόγελό του είχε κερδίσει την αγάπη όλων. Στα κοινά των Φροντιστών ο Δημήτρης ήταν πάντα σύμμαχος στην προσπάθεια ανάτασης του κλάδου και ακριβοδίκαιος στις κρίσεις του.

Το ιστολόγιο εύχεται δύναμη ψυχής και παντοτινής ανάμνησης στην εξαίρετη οικογένειά του και στους συνεργάτες του στο φροντιστήριο. Στο στερνό αντίο του Δημήτρη παρούσα ήταν και η φίλη του Εύη Χριστοφιλοπούλου και φίλοι της εκπαιδευτικής του διαδρομής, με τους οποίους νιώσαμε αληθινά ότι είμαστε φτωχότεροι χωρίς αυτόν …

Η Ανάγκη της Αιώνιας Παραπαιδείας

Η ποιοτική εκπαίδευση των νέων, με σεβασμό στις αξίες και στις παραδόσεις του λαού και με εφοδιασμό τους με στέρεες γνώσεις και δεξιότητες, προκειμένου να είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν με επιτυχία τα εθνικά και κοινωνικά προβλήματα και τις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης, καθώς και τα οικογενειακά και ατομικά τους προβλήματα, ήταν, και δυστυχώς εξακολουθεί να είναι, ένα από τα μεγάλα ζητούμενα στη χώρα μας. Δεν είναι υπερβολή να λεχθεί ότι το απαξιωμένο εκπαιδευτικό μας σύστημα, μετά το οξύτατο δημογραφικό, είναι το μεγαλύτερο εθνικό μας πρόβλημα. Και, δυστυχώς, το πρόβλημα αυτό όχι μόνο παραμένει άλυτο, αλλά επιδεινώνεται συνεχώς, εξαιτίας μιας καθαρά λαϊκιστικής, μικροκομματικής και περιστασιακής εκπαιδευτικής «πολιτικής», που εφάρμοσαν και εφαρμόζουν όλες οι κυβερνήσεις των τελευταίων 36 χρόνων, με απεμπόληση θεμελιακών αξιών και παραδόσεων του τόπου. Στο άρθρο αυτό θα περιοριστούμε σε ορισμένα από τα όσα συμβαίνουν στη δευτεροβάθμια και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. (Άρθρο του Μανώλη Δρεττάκη στην «Ε»)

Το τελευταίο «επεισόδιο» της κοντόφθαλμης και εθνικά επιζήμιας αυτής πολιτικής ήταν η κατάργηση από τη σημερινή κυβέρνηση της βάσης τού 10 για την είσοδο στα ΑΕΙ/ΤΕΙ της χώρας, με αποτέλεσμα να μπουν σε 28 Τμήματα ΑΕΙ και σε 101 Τμήματα ΤΕΙ υποψήφιοι με βαθμό κάτω από 10 και ορισμένοι με βαθμούς που πλησίαζαν το 0. Κανείς δεν ενδιαφέρεται ότι από τους επιτυχόντες κάθε χρόνο ένα σημαντικό ποσοστό δεν παίρνουν ποτέ πτυχίο, με αποτέλεσμα να αυξάνει συνεχώς ο αριθμός των αιώνιων φοιτητών (βλέπε άρθρο μας στην «Ελευθεροτυπία» της 12.8.10). Το τραγικότερο είναι ότι η αρμόδια υπουργός, που κατάργησε τη βάση του 10, αρνείται να την επαναφέρει και δηλώνει ότι θα φέρει για ψήφιση από τη Βουλή ένα (ακόμη) σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ/ΤΕΙ.

Το επιχείρημα ότι το να «πιάσει» ένας υποψήφιος τη βάση του 10 εξαρτάται από το πόσο δύσκολα είναι τα θέματα που μπαίνουν κάθε φορά, μπορεί να ευσταθεί στην περίπτωση της λαϊκιστικής πολιτικής των ελληνικών κυβερνήσεων. Δεν μπορεί, όμως, να προβληθεί στην περίπτωση που διαχρονικά μπαίνουν θέματα συγκρίσιμης δυσκολίας, όπως συμβαίνει π.χ. στην Αγγλία, στην οποία τη διαχρονική συγκρισιμότητα σε δυσκολία των θεμάτων που δίνονται στις εξετάσεις για τα G.C.Ε. διασφαλίζουν ανεξάρτητες επιτροπές.

Το νέο σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ που προτείνει η κυβέρνηση λέγεται ότι θα στηρίζεται στο «Εθνικό Απολυτήριο». Πρόκειται για ένα θεσμό, τον οποίο είχα την τιμή να πρωτοπροτείνω σε ένα συνέδριο της ΟΛΜΕ στις 2/3 Απριλίου 1994 και το οποίο ανέπτυξα πλήρως σε άρθρο μου στην «Ελευθεροτυπία» στις 29.5.1994 και σε άλλα που ακολούθησαν. Δυστυχώς, αν ισχύουν τα όσα τελευταία έχουν δει το φως της δημοσιότητας, το σχεδιαζόμενο σύστημα δεν έχει καμία σχέση με το Εθνικό Απολυτήριο, δεδομένου ότι θα στηρίζεται σε εξετάσεις μετά την αποφοίτηση από τη Γ' τάξη Λυκείου σε 4 μαθήματα και επιπλέον θα λαμβάνεται υπόψη η βαθμολογία σε ενδοσχολικές εξετάσεις. Πρόκειται για μια επιστροφή στις εισαγωγικές εξετάσεις της δεκαετίας του '70 σε συνδυασμό με ένα άλλο αποτυχημένο σύστημα που παρήγαγε πληθωρισμό αριστούχων στους βαθμούς των ενδοσχολικών εξετάσεων… Με το «νέο» αυτό σύστημα δεν θα καταργηθεί, αλλά, αντίθετα, θα διαιωνιστεί η παραπαιδεία των φροντιστηρίων και των ιδιαίτερων μαθημάτων (και η φοροδιαφυγή που γίνεται με αυτά).

Ο θεσμός του Εθνικού Απολυτηρίου, όπως τον είχα προτείνει (και όπως συμβαίνει με το Baccalaureat στη Γαλλία), στηρίζεται στην προετοιμασία των μαθητών αποκλειστικά μέσα στο σχολείο και σε εξετάσεις που γίνονται σε εθνικό επίπεδο. Είναι, όμως, δυνατό αυτό να γίνει με το προτεινόμενο σύστημα; Ασφαλώς όχι, δεδομένης:

– Της κατάστασης που υπάρχει στη δημόσια δευτεροβάθμια εκπαίδευση (δηλαδή τους χαμηλούς μισθούς των καθηγητών, τη μη συνεχή μετεκπαίδευσή τους, τις ελλείψεις σε κτηριακή και υλικοτεχνική υποδομή κ.λπ.) και των πολλών προβλημάτων των ΑΕΙ/ΤΕΙ, μια κατάσταση που, λόγω Μνημονίου, θα επιδεινωθεί, και

– της απαξίωσης του σχολείου από γονείς, μαθητές και εκπαιδευτικούς και της παγιοποίησης της νοοτροπίας των γονέων για την αναγκαιότητα της παραπαιδείας, ακόμα και για τους μαθητές των ιδιωτικών σχολείων, προκειμένου να επιτύχουν στις εξετάσεις και να μπουν σε κάποιο τμήμα ΑΕΙ/ΤΕΙ.

Η νοοτροπία αυτή των γονέων στηρίζεται σε ξεπερασμένες από τα πράγματα ιδέες ότι το πτυχίο οπωσδήποτε εξασφαλίζει μια σταθερή απασχόληση με ικανοποιητικό μισθό. Δυστυχώς, όμως, στηρίζεται και στην πραγματικότητα της διαχρονικά υποβαθμισμένης επαγγελματικής και τεχνικής εκπαίδευσης στη χώρα μας, καθώς και στις συνεχείς αλλαγές σ' αυτήν, οι οποίες, αντί να τη βελτιώνουν, την απαξιώνουν περισσότερο.

Η επιδίωξη μιας θέσης των αποφοίτων Λυκείου σε κάποιο τμήμα ΑΕΙ/ΤΕΙ οδήγησε και στην επίσης λαϊκιστική και μικροκομματική πολιτική της ίδρυσης νέων ΑΕΙ και ΤΕΙ, τα οποία διέσπειραν τα Τμήματά τους (πολλά εντελώς άχρηστα) σε διάφορες πόλεις προκειμένου να ενισχύσουν οικονομικά τις τοπικές κοινωνίες (και αυτό θεωρήθηκε «πολιτική περιφερειακής ανάπτυξης»!). Η κατάσταση αυτή, σε συνδυασμό με τα όσα διαλυτικά φαινόμενα συμβαίνουν στα ιδρύματα αυτά τα τελευταία 30 χρόνια (συναλλαγές καθηγητών – φοιτητικών παρατάξεων, καταλήψεις, βιαιοπραγίες και καταστροφές δημόσιας περιουσίας μέσα στα ιδρύματα) απαξιώνουν συνεχώς την ανώτατη εκπαίδευση στη χώρα μας.

Ένα κοινό -και βασικό- πρόβλημα όχι μόνο της δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας, αλλά και της πρωτοβάθμιας και της προσχολικής εκπαίδευσης είναι η διαχρονική υποχρηματοδότησή τους. Και είναι γνωστό ότι ποιοτική δημόσια εκπαίδευση είναι αδύνατη χωρίς γενναία οικονομική στήριξη από τον τακτικό προϋπολογισμό και τον προϋπολογισμό δημόσιων επενδύσεων.

Πολλές κυβερνήσεις (και η σημερινή) υποσχέθηκαν να αφιερώσουν το 5,0% του ΑΕΠ στην εκπαίδευση (δηλαδή να πλησιάσουμε τον μέσο όρο της Ε.Ε.), αλλά καμία μέχρι σήμερα δεν εκπλήρωσε την υπόσχεσή της αυτή. Και η σημερινή, όχι μόνο δεν πρόκειται να το κάνει, αλλά και θα αφιερώσει τόσο το 2011 όσο και τα επόμενα έτη μικρότερο ποσοστό του ΑΕΠ από τον μέσο όρο των προηγούμενων ετών. Είναι κατά συνέπεια σαφές ότι τα όσα λέγονται για την αναβάθμιση της παιδείας είναι λαϊκιστικά και κενά περιεχομένου.

* Ο Μανόλης Γ. Δρεττάκης είναι: πρώην αντιπρόεδρος της Βουλής, υπουργός και καθηγητής της ΑΣΟΕΕ.

Υ.Γ. ιστολογίου: Γιατί είναι «παραπαιδεία» τα νόμιμα φροντιστήρια σύντροφε Μανώλη; Το κράτος πρέπει να παράγει ντε και καλά το αγαθό της παιδείας δίκην σοβιέτ; Γιατί άραγε τα παιδιά των ιδιωτικών σχολείων πάνε φροντιστήριο; Η παγιωμένη νοοτροπία των γονέων είναι υπαίτια; Μήπως σύντροφε της οικονομικής και μαρξιστικής σκέψης το διαχρονικό φροντιστήριο εξυπηρετεί υπαρκτές και αιώνιες ανάγκες;

Εκπαιδευτικές Πιστωτικές Μονάδες

Οι πιστωτικές μονάδες (εγώ προτιμώ τον όρο εκπαιδευτικές μονάδες) είναι κάτι πολύ ευρύτερο από την κλασσική πρακτική μάθημα – εξέταση. Η εκπαίδευση σήμερα είναι κάτι πολύ ευρύτερο: Εμπειρίες και δεξιότητες εκτός του φορμαλιστικού τρόπου απόκτησης γνώσης που είναι: παράδοση του καθηγητή από την έδρα, διάβασμα ενός βιβλίου από τον φοιτητή και πιστοποίηση της γνώσης του βιβλίου αυτού με μία τελική εξέταση. Αυτά μπορούν να συνεχίσουν να αποτελούν μέρος της εκπαίδευσης και της απόκτησης προσόντων –αφού βέβαια διορθωθούν και σταματήσει η στείρα απομνημόνευση-αλλά δεν πρέπει να περιοριστούμε σε αυτά. Η συμμετοχή ενός προπτυχιακού φοιτητή σε ένα διεθνές συνέδριο ή σε ένα θερινό σχολείο, η πρακτική άσκηση σε μια επιχείρηση ή ένα οργανισμό σχετικό με τις σπουδές του και πολλές άλλες παρόμοιες και χρήσιμες δραστηριότητες πρέπει να προσμετρώνται στα προσόντα ενός νέου που εκπαιδεύεται και να ανταμείβονται ανάλογα με τον χρόνο που απαιτούν και το αποτέλεσμα που έχουν (απόσπασμα από συνέντευξη του κ. Πανάρετου στο Metro).

Η άλλη διάσταση των πιστωτικών μονάδων σχετίζεται με την κινητικότητα μεταξύ των εκπαιδευτικών βαθμίδων και ιδρυμάτων. Οι εκπαιδευτικές βαθμίδες και τα ιδρύματα δεν μπορεί -και δεν πρέπει- να έχουν μεταξύ τους στεγανά. Κάποιος που ολοκληρώνει ένα πρόγραμμα σπουδών σε ένα Τμήμα ΤΕΙ πρέπει να έχει την ευχέρεια να παρακολουθήσει σπουδές σε ένα αντίστοιχο Τμήμα Πανεπιστημίου αναγνωρίζοντας όμως και μεταφέροντας όλη την προηγούμενη εμπειρία και γνώσεις που έχει αποκτήσει χωρίς να χρειάζεται να τις επαναλάβει από την αρχή. Το ίδιο ισχύει για τους νέους που ολοκληρώνουν την μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση (ΙΕΚ σήμερα, τοπικά κολλέγια, ενδεχομένως, αύριο). Δεν είναι δυνατόν ο μόνος τρόπος να συνεχίσει κανείς τις σπουδές του σε άλλη βαθμίδα ή σε άλλο ίδρυμα να είναι οι Πανελλήνιες εξετάσεις που γίνονται μία φορά τον χρόνο και που ουσιαστικά επανεξετάζουν τους νέους στα ίδια πράγματα ανεξάρτητα από τις εμπειρίες και τις γνώσεις που έχουν εν τω μεταξύ αποκτήσει. Δεν μπορεί δηλαδή το κράτος να κρατά σφουγγάρι και να σβήνει οτιδήποτε έχει κάνει κανείς όταν θέλει να κάνει κάτι παραπάνω στην ζωή του. Οι πιστωτικές μονάδες είναι κάτι σαν ένα βιβλιάριο γνώσεων. Όσο περισσότερο σπουδάζει ή δουλεύει κανείς τόσο πρέπει να μπορεί να αποταμιεύει γνώσεις και εμπειρίες που να αναγνωρίζονται και να μπορούν να αξιοποιηθούν στο μέλλον.

Νομιμότητα Ενός Πέμπτου

«Για κάθε νόμιμο εκπαιδευτικό που εργάζεται σε σχολεία ή φροντιστήριο, υπάρχουν άλλοι τέσσερις οι οποίοι βιοπορίζονται από τα ιδιαίτερα μαθήματα», εκτιμά ο πρόεδρος του Συνδέσμου Φροντιστών Βορείου Ελλάδος, Κωνσταντίνος Αμπατζίδης, στον σημερινό Αγγελιοφόρο. Τα φροντιστήρια και, φυσικά, το ίδιο το κράτος είναι οι μεγάλοι «χαμένοι» αυτής της κατάστασης, καθώς κάθε χρόνο καταγράφεται μεγάλη διαρροή μαθητών προς τα ιδιαίτερα μαθήματα, ενώ σε δεκάδες εκατομμύρια εκτιμάται το ύψος των χρημάτων που χάνονται από τη φοροδιαφυγή.

Στους στύλους της ΔΕΗ, τους φωτεινούς σηματοδότες, τις στάσεις των λεωφορείων, ακόμη και στους κορμούς των δένδρων η παραπαιδεία καλά κρατεί. Δεκάδες αγγελίες φοιτητών, πτυχιούχων, κατόχων μεταπτυχιακών ή διδακτορικών τίτλων, ακόμη και καθηγητών δημόσιων σχολείων διαφημίζουν τα προσόντα, τις προσιτές τιμές και τη μικρή ή μεγάλη πείρα προς άγραν… μαθητών. Τα ιδιαίτερα κατ' οίκον μαθήματα γνωρίζουν τρομακτική αύξηση το τελευταίο διάστημα, με αποτέλεσμα η προσφορά να υπερκαλύπτει τη ζήτηση διαμορφώνοντας ένα ιδιότυπο σκηνικό στο ήδη πληγωμένο τοπίο της δημόσιας και δωρεάν παιδείας.

«Η μείωση των εγγραφών υπολογίζεται στο 10%-15% και εστιάζεται κυρίως στους μαθητές μικρών τάξεων οι γονείς των οποίων αναζητούν οικονομικές και προσιτές λύσεις. Στις μεγάλες τάξεις, αντίθετα, δεν έχουμε αυτό το φαινόμενο, καθώς διακυβεύεται η εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση», σημειώνει ο κ. Αμπατζίδης.

Σημαντικό ρόλο στην επιλογή των ιδιαίτερων μαθημάτων έναντι του φροντιστηρίου παίζουν οι χαμηλές τιμές. Το κόστος για μία ώρα ιδιαίτερου μαθήματος με κάποιο φοιτητή ή απόφοιτο πανεπιστημίου ξεκινά από 10 ευρώ και, ανάλογα με τα προσόντα, την εμπειρία κ.λπ., μπορεί να φτάσει έως και τα 40 ευρώ. Δε λείπουν, μάλιστα, οι περιπτώσεις εκπαιδευτικών -ακόμη και δημόσιων σχολείων, σύμφωνα με τον κ. Αμπατζίδη – οι οποίοι χρεώνουν 60 ευρώ την ώρα.

Την ίδια ώρα, σύμφωνα με τον ενδεικτικό κατάλογο του συνδέσμου, το ετήσιο κόστος φοίτησης σε κάποιο φροντιστήριο για ένα μαθητή γ' λυκείου ανέρχεται στις 3.700 ευρώ και 3.100 ευρώ για τη β' τάξη. Η παρακολούθηση φροντιστηριακών μαθημάτων για τους μαθητές της α' λυκείου κοστολογείται κατά μέσο όρο στις 2.200 ευρώ και για τους μαθητές του γυμνασίου κυμαίνεται από 850 ευρώ (για ένα μάθημα με έξι ώρες την εβδομάδα) έως και 1.200 ευρώ (για επτά ώρες).

Η άλλη άποψη

«Το ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο αδυνατεί να μας απορροφήσει, είναι αυτό που μας σπρώχνει στα ιδιαίτερα μαθήματα. Κι εμείς κάπως πρέπει να επιβιώσουμε». Η 26χρονη Μαρία Π. σπούδασε στο Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας του ΑΠΘ και ολοκλήρωσε πριν από λίγο καιρό το μεταπτυχιακό της στην ειδική αγωγή. Όνειρό της παραμένει η διδασκαλία σε κάποια σχολική αίθουσα, αλλά μέχρι τότε παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα κατ' οίκον. «Η εργασία αποτελεί ένα συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα και κανένας δεν μπορεί να μας το απαγορεύσει ή να το περιορίσει. Ακόμη και οι διορισμένοι εκπαιδευτικοί καταφεύγουν στα ιδιαίτερα μαθήματα, ενώ και το ίδιο το φροντιστήριο αποτελεί μία μορφή παραπαιδείας. Ποιος μπορεί, λοιπόν, να μας κατηγορήσει;», αναρωτιέται η ίδια.