Παρουσίαση της έρευνας της ΟΙΕΛΕ για το Στρατηγικό Σχεδιασμό του Εκπαιδευτικού Συστήματος και τις προτάσεις των Πρυτάνεων, της ΠΟΣΔΕΠ, και της ΟΣΕΠ – ΤΕΙ αναφορικά με την πρόσβαση στην τριτοβάθμια.
Από τη συνεδρίαση θα απουσιάσει ο εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ κ. Πανάρετος και η εκπρόσωπος του ΛΑΟΣ όπως είχε προαναγγελθεί.
Το ιστολόγιο δημοσιεύει σήμερα το τελικό κείμενο της πρότασης των Πρυτάνεων το οποίο θα έχει ασφαλώς βαρύνουσα σημασία στη διαμόρφωση του τελικού πορίσματος.
Πλαίσιο της Συνόδου των Πρυτάνεων για το σύστημα πρόσβασης στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση
Το ζήτημα της πρόσβασης στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση αποτελεί διεθνώς κοινωνικό και πολιτικό διακύβευμα και ένα διακριτό αντικείμενο επιστημονικής έρευνας. Το ζήτημα αυτό στη χώρα μας, για λόγους σχετιζόμενους με ιστορικές και κοινωνικές αναπτυξιακές διαδικασίες, κατέχει για πολλά χρόνια κεντρική θέση στον δημόσιο διάλογο για την Παιδεία, κυρίως με τη μορφή συζήτησης για τις «εισαγωγικές εξετάσεις». Όμως, η σχετική συζήτηση, παρά το δημόσιο ενδιαφέρον που συγκεντρώνει και την ένταση που την χαρακτηρίζει, δημιουργεί αρνητικό κοινωνικό κλίμα, φορτίζει ψυχολογικά οικογένειες και υποψήφιους/ες και δεν συμβάλλει σε εκπαιδευτικές βελτιώσεις, καθώς πραγματοποιείται συχνά με ανορθολογικούς όρους, μακράν των ειδικών θεωρητικών επεξεργασιών και επιστημονικών ευρημάτων.
Το θέμα των διαδικασιών πρόσβασης από την Δευτεροβάθμια στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι ένα πολύπλοκο πρόβλημα του οποίου οι διαστάσεις σχετίζονται με τους αναπτυξιακούς προσανατολισμούς της χώρας. Γι’ αυτό η Πολιτεία έχει πρωτίστως την ευθύνη να διατυπώσει, με τρόπο ορθολογικό, συνεκτικό και σαφή, τις κεντρικές κατευθύνσεις για την επίλυσή του. Η δημιουργία ενός συστήματος πρόσβασης πρέπει πρωτίστως να θεμελιώνεται σε βασικές παραδοχές και επιλογές οι οποίες θα επιτρέπουν τη διατύπωση ερωτημάτων κεφαλαιώδους σημασίας και αντίστοιχων απαντήσεων. Αν περιοριστούμε σε ορισμένα τέτοια ερωτήματα με εκπαιδευτικό, κυρίως, χαρακτήρα θα μπορούσαμε να προτάξουμε τα ακόλουθα:
Όσο ερωτήματα τέτοιου είδους δεν τίθενται με σαφήνεια και επομένως δεν απαντώνται και δεν μετατρέπονται σε εκπαιδευτικές πολιτικές και δράσεις από τους θεσμικούς φορείς της Πολιτείας, τα περιθώρια συζήτησης και εξεύρεσης λύσεων για το «εξεταστικό ζήτημα» είναι περιορισμένα.
Ωστόσο, η συσσωρευμένη εμπειρία των Ελληνικών Δημόσιων Πανεπιστημίων, η σχετική εξειδικευμένη γνώση που παράγεται τόσο στο εσωτερικό τους όσο και στο πλαίσιο της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας, επιτρέπει σήμερα τη διατύπωση ορισμένων προτάσεων, οι οποίες θα μπορούσαν να συμβάλουν στον εξορθολογισμό και τη βελτίωση του συστήματος πρόσβασης στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση καθώς και τον προσανατολισμό του στην εξυπηρέτηση των κοινωνικών αναγκών. Στην κατεύθυνση αυτή διατυπώνονται στη συνέχεια ορισμένες συγκεκριμένες προτάσεις, οι οποίες έχουν δυναμικό χαρακτήρα καθώς εμπεριέχουν και τη δυναμική εξέλιξης και τροποποίησης των προτεινόμενων λύσεων.
Οι προτάσεις αυτές συγκροτούνται με βάση τις ακόλουθες αφετηρίες:
Α. Η Πολιτεία σε μια προοπτική συνολικού μακροχρόνιου σχεδιασμού της εκπαιδευτικής πολιτικής οφείλει να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις απρόσκοπτης πρόσβασης στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση όσων νέων ανθρώπων επιθυμούν και μπορούν να παρακολουθήσουν πανεπιστημιακές σπουδές. Ωστόσο σήμερα, αντικειμενικοί λόγοι δεν επιτρέπουν την ελεύθερη πρόσβαση. Επομένως, σε μια πορεία προς την επίτευξη αυτής απαιτείται το βέλτιστο σύστημα επιλογής, καθώς επίσης και η επανεξέταση της εισαγωγή στα ΑΕΙ/ΤΕΙ όχι μόνον των αποφοίτων Λυκείου άπαξ στη ζωή τους και μόνον αμέσως μετά την αποφοίτησή τους, αλλά και σε επόμενες φάσεις, μετά από απόκτηση εργασιακής ή άλλης εμπειρίας, δυνατότητα που μέχρι σήμερα υπάρχει μόνο στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.
Αναγνωρίζοντας και καταγράφοντας τους λόγους που αποτρέπουν σήμερα την ελεύθερη πρόσβαση, μπορούμε να προχωράμε προς τις απαραίτητες αλλαγές. Αναφέρουμε ενδεικτικά:
Β. Η Δευτεροβάθμια εκπαίδευση και ιδιαίτερα το Λύκειο αποτελεί αυτόνομη εκπαιδευτική βαθμίδα. Η σχέση της με την Τριτοβάθμια εκπαίδευση και με το όποιο σύστημα πρόσβασης είναι αναπόφευκτη. Ωστόσο, ο γενικός προσανατολισμός του εκπαιδευτικού συστήματος πρέπει να τείνει προς τη συγκρότηση και λειτουργία της Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ως αυτοτελούς εκπαιδευτικής οντότητας.
Γ. Στις διαδικασίες εισαγωγής τα Πανεπιστήμια, ως Ιδρύματα υποδοχής, πρέπει να αναλάβουν τις ευθύνες που τους αναλογούν, Στρατηγικός στόχος πρέπει να είναι ο καθορισμός των κριτηρίων εισαγωγής εκ μέρους των πανεπιστημίων Ορισμένες προτάσεις για την αντιμετώπιση του θέματος αυτού στην παρούσα συγκυρία παρουσιάζονται στη συνέχεια του κειμένου.
1. Η ποιότητα και ο αναπροσανατολισμός των σπουδών στην Πρωτοβάθμια και την Δευτεροβάθμια εκπαίδευση πρωταρχικό θέμα αναβάθμισης όλων των διαδικασιών της Παιδείας
Η ποιότητα και ο προσανατολισμός των σπουδών στην Πρωτοβάθμια και την Δευτεροβάθμια εκπαίδευση αποτελεί ένα αυτόνομο πρόβλημα το οποίο δεν πρόκειται να επιλυθεί παρά μόνο αν αντιμετωπιστεί ως ζήτημα ανεξάρτητο από το σύστημα πρόσβασης στα Πανεπιστήμια. Το μορφωτικό επίπεδο των εισερχομένων στα Πανεπιστήμια είναι εξαιρετικά χαμηλό τόσο στο επίπεδο των βασικών γνώσεων όσο και σε αυτό των δεξιοτήτων κάθε είδους. Η κατάσταση αυτή πρέπει να αντιστραφεί. Η πολυετής προσκόλληση της εκπαίδευσης σε πεπαλαιωμένα μοντέλα αναπαραγωγής και αποστήθισης συσσωρευμένων γνώσεων πρέπει να αντικατασταθεί από μοντέλα που οδηγούν όχι μόνον στην απόκτηση γνώσης, αλλά και στην ανάπτυξη της κριτικής σκέψης, της δημιουργικότητας και της επαγωγικής και παραγωγικής νόησης. Τα αναλυτικά προγράμματα, τα σχολικά εγχειρίδια, οι διδακτικές μέθοδοι, η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών πρέπει να αναπροσανατολιστούν οριστικά προς την ενίσχυση όχι μόνον των βασικών γνωστικών περιοχών όπως, για παράδειγμα, η γλώσσα, τα μαθηματικά, η ιστορία, οι φυσικές επιστήμες, αλλά και των μεθόδων προσέγγισης της γνώσης, της πολιτιστικής καλλιέργειας και της δημιουργικότητας.
Για την επίτευξη των παραπάνω καθίσταται αναγκαία, μεταξύ άλλων:
Στη διαδικασία αναμόρφωσης/αναβάθμισης της Β’βάθμιας εκπαίδευσης θα μπορούσε να εξεταστεί η λειτουργία «Προπαρασκευαστικού έτους».
2. Αδιάβλητο και διαφανές σύστημα εισαγωγικών εξετάσεων σε εθνικό επίπεδο
Παρά την μεγάλη σημασία που αποδίδεται σε μια στρατηγική επιλογή μελλοντικής ελεύθερης πρόσβασης στα Πανεπιστήμια, στη σημερινή φάση ανάπτυξης του συνόλου του εκπαιδευτικού συστήματος λόγοι, όπως η έλλειψη αξιόπιστης τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης, δομών επαγγελματικού προσανατολισμού στη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση, η υποχρηματοδότηση και η έλλειψη ανθρώπινων πόρων και υποδομών στα Πανεπιστήμια και ο δυσβάστακτος αριθμός εισακτέων, δημιουργούν την ανάγκη ενός συστήματος επιλογής και κατάταξης. Το σύστημα αυτό πρέπει να έχει όλες τις αναγκαίες δικλείδες ώστε να εξασφαλίζεται το αδιάβλητο και η διαφάνεια στη διαδικασία. Η δημιουργία συστήματος ψηφιοποίησης των γραπτών και της ατομικής ηλεκτρονικής πρόσβασης των υποψηφίων σε αυτά μπορεί να συμβάλει στην κατεύθυνση αυτή.
Όμως, τα Πανεπιστήμια και η Πολιτεία θα πρέπει να συμβάλουν στο επίπεδο της κοινωνίας στη διάχυση σύγχρονων επιστημονικών απόψεων με βάση τις οποίες υπάρχουν πλην της μιας και μοναδικής γραπτής εξέτασης και άλλες εναλλακτικές μορφές αξιολόγησης των υποψηφίων φοιτητών και φοιτητριών.
3. Η αναγκαιότητα της αντιστροφής του υψηλής έντασης ψυχολογικού κλίματος γύρω από τις εισαγωγικές εξετάσεις στην κοινωνία
Όπως είναι γνωστό, για ιστορικούς και κοινωνικούς λόγους η διαδικασία των εισαγωγικών εξετάσεων συνοδεύεται από τεράστιας έντασης ψυχολογικό κλίμα στην κοινωνία και τις οικογένειες, με βαρύτατες επιπτώσεις στην ψυχική υγεία, την κοινωνικοποίηση και τις επιδόσεις των ίδιων των εξεταζόμενων παιδιών. Το κλίμα αυτό, που καλλιεργείται από τους ίδιους τους θεσμικούς φορείς με την εμπλοκή και τις παρεμβάσεις των κορυφαίων θεσμικών παραγόντων της Παιδείας, διασπείρεται και δραματοποιείται από τα μέσα ενημέρωσης και διαδίδεται και εμπεδώνεται σε ολόκληρη την κοινωνία, πρέπει οριστικά να αντιστραφεί. Η Πολιτεία με καλή κατανόηση του σημαντικού αυτού προβλήματος, με νομοθετικού χαρακτήρα παρεμβάσεις, με συνεχή μέριμνα αποφόρτισης του κοινωνικού περιβάλλοντος, με διακίνηση των σχετικών διαδικαστικών πληροφοριών αποκλειστικά μέσα από τα σχολικά δίκτυα, πρέπει και μπορεί να ελαχιστοποιήσει την ένταση για τις εισαγωγικές εξετάσεις η οποία είναι καταστρεπτική σε όλα τα επίπεδα για τα παιδιά.
Στο δημόσιο χώρο, αλλά και στις επιμέρους επιλογές των νέων, η έμφαση πρέπει να μετατεθεί από το “αν” και “σε ποιο τμήμα” θα εισαχθεί ένας νέος, στο «τι» και «γιατί» θέλει να σπουδάσει. Προς τούτο πρέπει να εξασφαλιστεί η στήριξη της Πολιτείας προς κάθε νέο να επιλέξει το αντικείμενο σπουδών που επιθυμεί και που έχει (υποβοηθηθεί να) καταλήξει ότι τον εκφράζει.
Είναι υποχρέωση και των Πανεπιστημίων να:
4. Σε μια προοπτική προσδιορισμού πολλαπλών κριτηρίων εισαγωγής στα ΑΕΙ
Σε μια προοπτική διαμόρφωσης κριτηρίων συμπληρωματικών ή/και εναλλακτικών των εξετάσεων, τα πανεπιστήμια μπορούν να αρχίσουν να προσδιορίζουν, με βάση τις ανάγκες των
επιμέρους Επιστημονικών τους πεδίων, εναλλακτικές μεθόδους αξιολόγησης των προσόντων των υποψηφίων που κρίνονται απαραίτητα και ουσιαστικά για φοίτηση.
5. Επανεξέταση των επιστημονικών πεδίων
Το τεράστιο εύρος των προορισμών εισαγωγής θέτει ένα ζήτημα εξορθολογισμού και αναδιάταξης των επιστημονικών πεδίων. Τα Πανεπιστήμια και αρμόδιοι φορείς της Πολιτείας, όπως για παράδειγμα το Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας, πρέπει να επανεξετάσουν τον αριθμό και τη συνάφεια των επιστημονικών πεδίων με τρόπο που να οδηγεί τους νέους και νέες στην επιλογή συγγενών προσανατολισμών. Ο προσδιορισμός των επιστημονικών πεδίων πρέπει να συνοδεύεται από την συγκεκριμενοποίηση των προαπαιτουμένων εκ μέρους των πανεπιστημίων, και δη των ομοειδών Σχολών και Τμημάτων, των προαπαιτούμενων βασικών γνώσεων, ώστε σε συντονισμό με τα αναλυτικά προγράμματα του Λυκείου να οδηγήσει στον επανακαθορισμό της εξεταστέας ύλης.
6. Μεταβατικές λειτουργικές παρεμβάσεις στο εξεταστικό σύστημα
Ως ένα μεταβατικό στάδιο προς τις προαναφεθείσες στρατηγικές επιλογές για εισαγωγή στην Γ΄βάθμια εκπαίδευση, προτείνουμε την παρακάτω πρόταση που μπορεί να εφαρμοστεί σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα υπό τις παρούσες συνθήκες και άρα με το ισχύον εξεταστικό σύστημα:
Ι. Η Πολιτεία:
1. Οργανώνει και διεξάγει τις εθνικού επιπέδου εξετάσεις:
Κατατάσσει σε Τμήματα κατά σειρά επιτυχίας αυτούς που έχουν επιτύχει τις προδιαγραφές των δηλωμένων τμημάτων επιλογής.
Σε περίπτωση υπεράριθμων επιτυχόντων σε τμήματα, ακολουθεί δεύτερος κύκλος κατανομής με βάση τις ιεραρχημένες επιλογές των υποψηφίων, κ.ο.κ..
ΙΙ. Τα Πανεπιστημιακά Τμήματα:
Προσδιορίζουν το προφίλ των υποψηφίων που θέλουν να αποδεχθούν, ώστε να διασφαλιστεί το μέγιστο δυνατό αποτέλεσμα ποιοτικής εκπαίδευσης –πάντα με τις υφιστάμενες αντικειμενικές συνθήκες.
Καθορίζουν τον αριθμό των εισακτέων με βάση τεκμηριωμένη και δεσμευτική εισήγηση προς την Πολιτεία.
Ομοειδή τμήματα ΑΕΙ, με γνώμονα τα παραπάνω, προσδιορίζουν και δημοσιοποιούν ποιές είναι οι προδιαγραφές των γνώσεων και δεξιοτήτων που πρέπει να έχουν οι υποψήφιοί τους, και ειδικότερα:
Σε ποια μαθήματα πρέπει να εξεταστούν και
Με βάση αυτόν τον προσδιορισμό, επιμέρους Τμήματα ορίζουν την ελάχιστη βαθμολογία που πρέπει να επιτύχει ένας υποψήφιος σε κάθε ένα από τα μαθήματα αυτά, για να εισαχθεί στο συγκεκριμένο Τμήμα.
ΙΙΙ. Ο Υποψήφιος:
Ένα τέτοιο μεταβατικό σύστημα έχει τουλάχιστον τις ακόλουθες θετικές επιπτώσεις:
1. Σχετικά με την Πολιτεία:
2. Σχετικά με τους υποψηφίους:
3. Σχετικά με τα Πανεπιστημιακά Τμήματα:
Ενισχύει:
Ο Γεώργιος Κωνσταντίνου Χατζητέγας γεννήθηκε στο Βουκουρέστι το 1957 από βλαχόφωνους Έλληνες γονείς και επαναπατρίσθηκε το 1966. Σπούδασε Φυσική στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Από το 1982 διευθύνει φροντιστήρια γενικών εξετάσεων στην Αθήνα. Διδάσκει το μάθημα της Φυσικής σε υποψήφιους ΑΕΙ και ΤΕΙ. Αρθρογραφεί σε εφημερίδες και περιοδικά για επίκαιρα εκπαιδευτικά ζητήματα, συμμετέχει σε προγράμματα εφαρμοσμένου επαγγελματικού προσανατολισμού και σε πλήθος σχετικών σεμιναρίων – διαλέξεων – εκπομπών σε όλη την Ελλάδα. Είναι μέλος της Ένωσης Ελλήνων Φυσικών και της Εταιρείας Αρωμανικού Πολιτισμού. Το 2004 εκλέχθηκε Πρόεδρος της Ομοσπονδίας Εκπαιδευτικών Φροντιστών Ελλάδας. … ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
Η Ανατροπή του Ελληνικού Μύθου είναι ένα δοκίμιο που συμπυκνώνει τις αναζητήσεις και τους προβληματισμούς μιας δημιουργικής και πολυτάραχης οκταετίας στην πρώτη γραμμή, στα συλλογικά δρώμενα των Φροντιστών. Το βιβλίο αποδεικνύει ότι το φροντιστήριο δεν αποτελεί ένα εγχώριο φαινόμενο, αλλά διεθνές και διαχρονικό εκπαιδευτικό γεγονός. ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
Συμπληρώστε το e-mail σας στο παρακάτω πεδίο για να ενημερώνεστε πρώτοι από το ιστολόγιο.