Βήμα Εθνικού Διαλόγου

  Με το "διαλόγου βήμα" μια ευρωπαϊκή συνδιάσκεψη η Γ.Σ.Ε.Ε. επιχείρησε τον Δεκέμβριο μια ουσιαστική παρέμβαση στο κρίσιμο ζήτημα της πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Στο πλαίσιο της διημερίδας αυτής αναδείχθηκαν ευρωπαϊκά συστήματα πρόσβασης και κατατέθηκαν τα σημαντικά ευρήματα μιας πρόσφατης εγχώριας έρευνας για τις απόψεις των εκπαιδευτικών βαθμολογητών πανελλαδικών εξετάσεων αναφορικά με το θέμα.

  Η καινοτομία της έρευνας είναι το γεγονός ότι ετέθησαν καίρια ερωτήματα τα οποία υπερέβησαν τις συνήθεις συντεχνιακές σκοπιμότητες και οι απαντήσεις κατέδειξαν ανομολόγητες αλήθειες της εκπαιδευτικής μας πραγματικότητας. Σταχυολογούμε τις πλέον χαρακτηριστικές :

  • Το 72,6% των ερωτηθέντων βαθμολογητών εκτιμούν ότι είναι αναγκαία η εξωσχολική βοήθεια για να επιτύχει κανείς την εισαγωγή του στην τριτοβάθμια εκπαίδευση
  • Το 82% των έμπειρων αυτών εκπαιδευτικών θεωρεί ότι στο άριστο γραπτό συμβάλλει καθοριστικά η φροντιστηριακή υποστήριξη του υποψηφίου
  • Το 86% των ιδίων εκτιμά ότι η εξειδίκευση που απαιτούν οι εξετάσεις καθιστά αναγκαία την παράλληλη φροντιστηριακή προετοιμασία.

  Μέσα από την ίδια έρευνα αναδεικνύεται η πεποίθηση των γονέων για την ανάγκη της εξωσχολικής υποστήριξης ως προϋπόθεση επιτυχίας αλλά και η επιτακτική πλέον ανάγκη αποδέσμευσης της διαδικασίας προαγωγής και απόλυσης από την διαδικασία πρόσβασης. Είναι πλέον ολοφάνερο ότι η εμπλοκή αυτή διαστρέφει και αποδυναμώνει τον παιδαγωγικό ρόλο του Λυκείου αλλά είναι εξίσου αναγκαίο να επιβραβεύεται η καλή πορεία στις λυκειακές τάξεις με αντικειμενικά κριτήρια όπως άλλωστε συμβαίνει σε όλες της ευρωπαϊκές χώρες.

  Στο πλαίσιο της ίδιας συνδιάσκεψης – από την οποία ατυχώς απουσίαζαν αδικαιολόγητα σημαντικοί φορείς – αναδείχθηκαν και τα φαινόμενα που τραυματίζουν την αξιοπιστία του σημερινού εξεταστικού συστήματος και τα οποία πρέπει άμεσα να αντιμετωπισθούν. 

  Οι αρνητικές όψεις έχουν πολλές φορές επισημανθεί και από τους Έλληνες Φροντιστές οι οποίοι έχουν την εμπειρία πολλών εξεταστικών συστημάτων τα οποία μπορούν να συνοψισθούν στην πρόχειρη επιλογή και την άτυχη στάθμιση των θεμάτων, στα υψηλά ποσοστά των αναβαθμολογήσεων, στα φαινόμενα της αντιγραφής καθώς έχουμε διολισθήσει σε χαλαρές επιτηρήσεις και στην παραμόρφωση που επιφέρει η προφορική βαθμολογία.

  Αν σε όλα αυτά προστεθεί και η επισήμανση πολλών με προεξάρχουσα την πολιτική ηγεσία για την ανάγκη ύπαρξης βαθμολογικής βάσης μπορούμε να ελπίζουμε όχι μόνο στην αναμφίσβητη και απαραβίαστη αδιαβλητότητα αλλά και στην οριστική απαλοιφή των παραμέτρων της άνισης μεταχείρισης.

  Το χρήσιμο επιμύθιο ανάλογων πρωτοβουλιών υπογραμμίζει κατηγορηματικά την ανάγκη του ανοιχτού διαλόγου χωρίς ποσοστώσεις και αποκλεισμούς γιατί η Παιδεία μας είναι υπόθεση όλων των δασκάλων και όλης της κοινωνίας και αυτό ακριβώς υπογράμμισε η αντιπροσωπεία της ΟΕΦΕ στην Υπουργό Παιδείας κατά την πρόσφατη συνάντηση. 

  Η εποχή των γενικόλογων αφορισμών έχει παρέλθει ανεπίστρεπτι και ήρθε η ώρα για την διατύπωση συγκεκριμένων προτάσεων για την καθημερινότητα του σχολείου και οι Έλληνες Φροντιστές είναι  από καιρό έτοιμοι να συμβάλλουν δημιουργικά στον επικείμενο διάλογο.

 

Καταστατικές αλλαγές στο «ελληνικό μοντέλο»

Ο διάλογος ξεκίνησε από τις στήλες και τα ένθετα πολλών εφημερίδων και μας δίνει –εκτός από τα παραδοσιακά συνθήματα και τις χρόνιες αοριστίες της εκπαιδευτικής normality–εξαιρετικά χρήσιμες αποδελτιώσεις οι οποίες μπορούν να δημιουργήσουν την δυναμική όχι για μια ψευδώνυμη «μεταρρύθμιση» αλλά για μια καταστατική αλλαγή στην εκπαιδευτική δυσπραγία του «ελληνικού μοντέλου» 
                Η πρώτη αποδελτίωση είναι η απολύτως ορθή άποψη της Υπουργού Παιδείας σε πρόσφατη συνέντευξη της στην οποία υπογραμμίζει μεταξύ των άλλων ότι «…έχουμε πάρα πολλούς εκπαιδευτικούς που δίνουν πραγματικά τη ζωή τους και θα πάμε μαζί τους…». Υπάρχουν πραγματικά χιλιάδες εκπαιδευτικοί που δίνουν καθημερινά τη μάχη της ποιοτικής παιδείας και της εκπαιδευτικής καινοτομίας. Η κρίσιμη αυτή μάζα αποτελεί μια εκπαιδευτική πρωτοπορία η οποία υπερασπίζεται της αξιοπρέπεια του δασκάλου σ’ ένα αναχρονιστικό πλαίσιο και υπάρχει παντού και σε σχολεία και σε φροντιστήρια και σε ερευνητικά κέντρα χωρίς όμως να έχει βρει τον βηματισμό της καθώς τελικά εγκλωβίζεται στην αδιέξοδη τροχιά ενός νοσηρού εξισωτισμού που βολεύει τους επιτήδειους και τους ακάματους των παρασιτικών δομών. 
                Η δεύτερη αποδελτίωση χρονολογικά παλαιότερη αλλά υψίστης σημασίας είναι ή άποψη του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης ο οποίος στις 26 Μαΐου του 2004 σε δημόσια ομιλία του είπε «…από το κράτος που είναι παράγωγος παιδείας πρέπει να πάμε σ’ ένα κράτος που να αγοράζει την παιδεία από μια αγορά την οποία πρέπει να πιστοποιεί και να ελέγχει ώστε να διασφαλίζεται το υψηλό επίπεδο των εκπαιδευτικών υπηρεσιών…» . Η θαρραλέα αυτή τοποθέτηση –η οποία καθόλου δεν άρεσε στους οπαδούς της κρατικής κουλτούρας τους οποίους εξέθρεψε ο κρατικοδίαιτος  κομματισμός– είναι ένα δεύτερο ζητούμενο.
                Η απελευθέρωση της παιδείας από τα κρατικά δεσμά και μια νέα μορφή χρηματοδότησης μπορεί αναμφίβολα να γίνει με την ταυτόχρονη κατοχύρωση του κοινωνικού αγαθού και της κοινωνικής αξίας. Η νομοτελειακή συνεπαγωγή ότι κάθε κοινωνική αξία και κάθε δημόσιο αγαθό πρέπει να παρέρχεται από το κράτος πρέπει να μετασχηματισθεί στην αντίληψη ότι η πολιτεία ως εντολοδόχος της κοινωνίας οφείλει να εξασφαλίσει ισοτίμως ένα ποιοτικό σχολείο για όλους χωρίς να  απεμπολεί την  στρατηγική εποπτεία και τον αξιολογικό έλεγχο που πρέπει να πραγματώνεται με αδιάβλητες και αξιόπιστες διαδικασίες.
                Σ’ ένα σχολείο στο οποίο η μοναδική παράμετρος αυτονομίας είναι η ωριαία διαμόρφωση του προγράμματος των μαθημάτων–με αποτέλεσμα να έχουμε την πρωτοκαθεδρία στις σχετικές  έρευνες του ΟΟΣΑ ως το πλέον υπερσυγκεντρωτικό μοντέλο καθώς μόνο το 13% των αποφάσεων λαμβάνεται από το ίδιο το σχολείο –κάτι πρέπει να γίνει. Σ’ αυτή ακριβώς την κατεύθυνση ενός αυτόνομου σχολείου μπορούν να συμβάλουν αποφασιστικά οι πρωτοπόροι εκπαιδευτικοί καταθέτοντας τις απόψεις τους όχι μόνο με την συντεταγμένη τους αντιπροσωπεία αλλά και με το προσωπικό στίγμα του μάχιμου δασκάλου.
                Παράλληλα με την καταχώρηση της αυτονομίας και ελευθερίας της διδασκαλίας πρέπει πρωτίστως να καταπολεμηθεί η ανισότητα που αναπαράγεται και διευρύνεται σήμερα μέσω προσιτών διδάκτρων για τους έχοντες και διατακτικών για τους οικονομικά ασθενέστερους με κίνητρα αμοιβής και διάκρισης για το δάσκαλο και επιλογής για τον γονέα και τον μαθητή.                  

Το εκπαιδευτικό χάσμα διευρύνεται

Τα αποτελέσματα των Πανελλαδικών Εξετάσεων αποτελούν ατυχώς μια από τις ελάχιστες ευκαιρίες αξιολόγησης του πολύπαθου εκπαιδευτικού μας γίγνεσθαι και τις λίγες αφορμές ενός ουσιαστικού αλλά εφήμερου διαλόγου.

Οι βάσεις των φετινών εξετάσεων στέλνουν για πολλοστή φορά τα τελευταία χρόνια το μήνυμα ότι οι συχνές αλλαγές και οι λαϊκίστικες εκπτώσεις του πρόσφατου παρελθόντος έχουν επιβάλλει στους έφηβους μαθητές μας την λογική και την ραθυμία της μικρότερης προσπάθειας.

Το παράδοξο των φετινών εξετάσεων – στις οποίες κατά κοινή ομολογία είχαμε δυσκολότερα θέματα – δεν είναι τόσο η κάθετη πτώση των επιδόσεων στις χαμηλόβαθμες σχολές όσο το ευτυχές και παρήγορο γεγονός ότι είχαμε μια εντυπωσιακή αύξηση των αριστούχων με αποτέλεσμα οι βάσεις σε σχολές με υψηλή ζήτηση να ανέβουν σημαντικά.

Το εκπαιδευτικό χάσμα διευρύνεται και αποδεικνύεται περίτρανα αυτό που οι φροντιστές με την εμπειρία πολλών εξεταστικών συστημάτων υπογραμμίζουν εδώ και πολλά χρόνια: όταν κατεβάζουμε τον πήχη επιδοτούμε τον εφησυχασμό και αποπροσανατολίζουμε τους μαθητές από τον στόχο της γνώσης , αποδυναμώνουμε το κίνητρο της διάκρισης με την καινοφανή θεωρία ότι η αξιολόγηση και η επιβράβευση καταπιέζουν αφόρητα τους νέους.

Το εκπαιδευτικό αποτέλεσμα που αποτυπώνεται στις βάσεις εισαγωγής πιστοποιεί τις ευθύνες όλων μας και επιβάλλει τομές χωρίς τον φόβο των συγκρούσεων με την κουλτούρα του εξισωτισμού. Το κοινωνικό πρόβλημα δεν θα προκύψει από τον αποκλεισμό που θα επιφέρει η βαθμολογική βάση αλλά από την γνωστική ανεπάρκεια και την αδυναμία των νέων να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους. Η απαξίωση των σπουδών ως μέσο που οδηγεί στην ανάπτυξη της γνώσης και της τεχνολογίας κινδυνεύει να συντελεσθεί από την ποιοτική τους υποβάθμιση και την αναποτελεσματική σύνδεση τους με την κοινωνία και τις ανάγκες της.

Η «ασθένεια των διπλωμάτων» με την οποία ο Dore επιχειρεί να αμφισβητήσει τον παιδευτικό ρόλο του πανεπιστημίου θα καταστεί πραγματική νόσος όσο το εκπαιδευτικό μας σύστημα παραμένει υπέρμετρα θεωρητικό, χωρίς στρατηγική, προοπτική, σχεδιασμό και θα εξακολουθεί να παράγει ανέργους.

Οι πρόσκαιρες εκλάμψεις σπουδών και επαγγελμάτων δεν θα επιλύσουν το πρόβλημα της παραγωγικής ένταξης χωρίς σαρωτικές αναδιατάξεις των σχολών της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης  σε μια χώρα στην οποία οι προτιμήσεις των υποψηφίων δίκην χρηματιστηρίου παλινδρομούν από την υψηλόβαθμη σχολή της Κοινωνιολογίας την δεκαετία του ’80, στις Παιδαγωγικές και Στρατιωτικές σχολές σήμερα με κριτήριο μια θέση στο δημόσιο.

Το πλαίσιο και οι προτάσεις της συναινετικής αναμόρφωσης υπάρχουν και ως μαχόμενοι δάσκαλοι δε θα κουρασθούμε να τις επαναλαμβάνουμε: λειτουργικός διαχωρισμός των προαγωγικών και απολυτήριων εξετάσεων από την διαδικασία πρόσβασης με αξιολογήσεις κύρους από διαβαθμισμένες τράπεζες στο Λύκειο οι οποίες θα αποτρέψουν την απαξίωση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.  Το απόμακρα ρομαντικό σκάνδαλο της δεκαετίας του ’60 όταν υποψήφια κόρη υπουργού μπήκε στο Πολυτεχνείο χωρίς να έχει πάρει απολυτήριο είναι πολύ κοντά στο τραγικό φαινόμενο ο τελευταίος επιτυχών σε πανεπιστημιακή σχολή να εισάγεται με γραπτό βαθμό 2,1(!) στην εικοσάβαθμη κλίμακα.

 

Παιδαγωγικά αποδεκτές και κοινωνικά δίκαιες αξιολογήσεις

Οι Έλληνες Εκπαιδευτικοί Φροντιστές με μια μακρά διαδρομή δεκαετιών έχουν δώσει δείγματα γραφής και σωφροσύνης διατυπώνοντας θέσεις με ηθικά και παιδαγωγικά κριτήρια.

Είμαστε μπροστά στην διαμόρφωση ενός νέου εξεταστικού πλαισίου το οποίο από φέτος θα αφήσει το θετικό ή αρνητικό του αποτύπωμα στην εκπαιδευτική μας πραγματικότητα και στους έφηβους μαθητές μας.

Το ζητούμενο είναι χωρίς αμφιβολία η παιδαγωγικά αποδεκτή και ταυτόχρονα αντικειμενική και δίκαιη αξιολόγηση των μαθητών και στις τρεις τάξεις του Λυκείου.

Είναι αυτονόητο και υπογραμμίζεται από όλους τους έμπειρους δασκάλους και παιδαγωγούς ότι η αξιολόγηση είναι ένα σημαντικό κομμάτι της μάθησης και η γενισιουργός δύναμη για την πρόοδο και την εξέλιξη.

Αν φυλλομετρήσει κανείς στον δικτυακό τόπο του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου την πρόσφατη έρευνα για την αξιολόγηση και τα εξεταστικά συστήματα στην Ευρώπη θα διαπιστώσει ότι παντού αποδέχονται χωρίς περιστροφές και εμπόδια αντικειμενικές διαδικασίες πιστοποίησης της γνώσης και αποτίμησης του αποτελέσματος μιας προσπάθειας.

Σε ότι αφορά την Γ’ Λυκείου και την πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση όλοι συναινούν στην αναγκαιότητα της ύπαρξης των δοκιμασμένων – αδιάβλητων εξετάσεων Πανελλήνιας εμβέλειας.

Για την Β’ Λυκείου όμως και κατά προέκταση την Α’ Λυκείου τα πράγματα είναι «θολά» και ύποπτα… Με βάση τις μέχρι τώρα εξαγγελίες οι μαθητές της Β’ Λυκείου θα εξετάζονται στα μαθήματα που διδάσκονται σε επίπεδο σχολείου. Δεν διευκρινίστηκε όμως πως και σε τι είδους θέματα.

Σε θέματα του καθηγητή του σχολείου με ό,τι αυτό συνεπάγεται ή σε θέματα «όμοια» για όλους τους μαθητές της χώρας μας; Ποια είναι τα συν και τα πλην της κάθε επιλογής;

Η πρώτη επιλογή προφανώς οδηγεί:

  •                 στην απαξίωση του Λυκείου και των γνώσεων
  • στην «ύποπτη» πολλές φορές συναλλαγή μεταξύ μαθητών και των διδασκόντων τους. (ιδιαίτερα μαθήματα, υποτελής συμπεριφορά – εξάρτηση από τις προσωπικές εύνοιες του διδάσκοντα).
  • στις λιγότερες γνώσεις όσον αφορά την ποιότητα και το εύρος της.

Η δεύτερη επιλογή θα έχει ως αποτέλεσμα:

  •                 την αντικειμενική και δίκαιη αξιολόγηση όλων των μαθητών της επικράτειας αν οι εξετάσεις γίνονται σε θέματα από «τράπεζα θεμάτων».
  • την αύξηση κατά το δυνατόν του επιπέδου γνώσεων των μαθητών όσον αφορά το βάθος και το εύρος της ύλης σε κάθε μάθημα.
  • την επιβολή ενός αισθήματος δικαίου και αξιοκρατίας στους μαθητές που είναι αυτονόητο για τις προηγμένες κοινωνίες.
  • τη δημιουργία επιστημόνων με γνώσεις, ικανών να στελεχώσουν αργότερα τις κοινωνικές δομές.

Ακούγονται εκ του πονηρού απόψεις ότι δεν μπορεί να διασφαλιστεί η σωστή λειτουργία και το αδιάβλητο της τράπεζας θεμάτων και κατά συνέπεια δεν μπορούν να υλοποιηθούν οι προεκλογικές δεσμεύσεις της τωρινής πολιτικής ηγεσίας.

Αγαπητοί συνάδελφοι ας μη γελιόμαστε…

  • η εμπειρία διασφάλισης του αδιάβλητου υπάρχει λόγω της ύπαρξης του θεσμού των Πανελληνίων – Πανελλαδικών εξετάσεων για 50 και πλέον έτη.
  • οι ασφαλιστικές δικλείδες είναι εύκολο να βρεθούν αρκεί να ερωτηθούν «έμπειροι» εκπαιδευτικοί φορείς και σ’ αυτήν την κατεύθυνση αυτή είμαστε πρόθυμοι να συμβάλουμε με ρεαλιστικές προτάσεις.

Το ερώτημα που αναπόφευκτα προκύπτει είναι: πολιτική βούληση υπάρχει; Όχι τόσο για την υλοποίηση προεκλογικών δεσμεύσεων όσο για την εγκαθίδρυση συστήματος δικαίου, αξιοκρατικού με στόχο τη δημιουργία επιστημόνων καταρτισμένων που να μη φοβούνται την πρόκληση της αξιολόγησης.

  

Παιδείας προκλήσεις

Η λήξη των πανελλαδικών εξετάσεων που αποτελούν τον μοναδικό αξιόπιστο καθρέφτη του σχολικού μας γίγνεσθαι αλλά και ο επικείμενος διάλογος για τα εκπαιδευτικά μας πράγματα φέρνουν ξανά στο επίκεντρο τον αναγκαίο στρατηγικό επαναπροσδιορισμό των προτεραιοτήτων για την επίτευξη του στόχου της αύξησης της απασχόλησης μέσω της ανάπτυξης της οικονομίας της γνώσης.

Ο εθνικός διάλογος οφείλει να είναι απόλυτα συνδεδεμένος με τους ευρωπαϊκούς στόχους και τους προβληματισμούς για την εκπαίδευση και την εξίσου χρήσιμη μέτρηση της ποιότητας με τους δείκτες που συνδιαμορφώθηκαν από την Λισσαβόνα και εντεύθεν από το σύνολο των χωρών της Ε.Ε.

Οι προτεραιότητες αυτές για την σχολική επίδοση έχουν ως δείκτες αποτελεσματικότητας τις αναγνωστικές ικανότητες, τα Μαθηματικά, τις Φυσικές επιστήμες, τις τεχνολογίες της πληροφορίας και της επικοινωνίας και τις ξένες γλώσσες. Στο πλαίσιο αυτό η εξεταστική αναδιάρθρωση της Γ΄ Λυκείου δεν πρέπει να αγνοήσει τα Μαθηματικά και την Φυσική ως βασικά μαθήματα κορμού και ασφαλώς τα Νέα Ελληνικά σε όλες τις κατευθύνσεις και σε όλους τους κύκλους.

Η επιτυχημένη μετάβαση από τη μια βαθμίδα στην άλλη αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο στο νέο πλαίσιο που οφείλει να αποτρέψει την εγκατάλειψη του σχολείου, να διευρύνει την ολοκλήρωση του δεύτερου κύκλου της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και βεβαίως να επιφέρει την υψηλή σε ποσοστά συμμετοχή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση η οποία όμως στα καθ’ υμάς παρουσιάζει θεαματικό πλεόνασμα θεωρητικών σπουδών αναντίστοιχο με τις κατευθύνσεις που απαιτούν δυναμικοί και ανερχόμενοι τομείς της οικονομίας.

Η παρακολούθηση της σχολικής εκπαίδευσης πρέπει να κινηθεί χωρίς τις παλινδρομήσεις του προσφάτου παρελθόντος στην αξιολόγηση και την αναδιοργάνωση του θεσμικού πλαισίου επιβάλλοντας την ουσιαστική συμμετοχή των γονέων ως ένα κίνημα στήριξης και ελέγχου της καθημερινότητας του σχολείου.

Με τις παραπάνω προϋποθέσεις είναι δυνατό να αξιοποιηθούν δημιουργικά οι πόροι και οι δαπάνες κυρίως στην εκπαίδευση και κατάρτιση των εκπαιδευτικών.

Οι δεκαέξι δείκτες ποιότητας της Ε.Ε. που ευκόλως αμφισβητούνται από τους οπαδούς μιας ιδιότυπης εγχώριας εκπαιδευτικής ορθοδοξίας χωρίς αντίλογο και αντιπρόταση οδηγούν στον προσδιορισμό των βασικών προκλήσεων του μέλλοντος που είναι η γνώση, η αποκέντρωση και η κοινωνική ένταξη.

Αλίμονο αν το σύγχρονο ευέλικτο σχολείο δεν προετοιμάζει τους νέους για την ζωή και μάλιστα για μια κοινωνία με αυξημένους τους κινδύνους του αποκλεισμού και περιθωριοποίησης. Οι ταχύτατες εξελίξεις επιβάλλουν νέες πρακτικές στην “ικανότητα του μανθάνειν” η οποία μνημονεύεται ως σημαντικό κριτήριο για να αποκτήσουν οι νέοι στοχασμό και αυτοκριτική αλλά και να προετοιμασθούν για τον ρόλο του ενεργού πολίτη μέσω της κατάλληλης αγωγής σε μια κοινωνία πολιτιστικά ποικιλόμορφη η οποία πρωτίστως οφείλει να είναι δημοκρατική και ανθρώπινη.

Το εύστοχο ερώτημα “Ποιο σχολείο θέλουμε;” που τέθηκε στην Νεοελληνική Γλώσσα της Γ΄ Λυκείου πρέπει να απαντηθεί με συγκροτημένο και διεγερτικό λόγο και να συνδεθεί με τις απαντήσεις στο ερώτημα “Ποια κοινωνία οραματιζόμαστε;”.